α. Κωλοτρυπίδα, σούφρα, ροδέλα, σφιγκτήρας.
β. Η σφιχτή συγκεκριμένα κωλοτρυπίδα που ανοίγει δύσκολα.
Προέλευση:
Αναφέρεται στην ομοιότητα της πρωκτικής οπής με την αστεροειδή (συνήθως) ροδέλα τύπου γκρόβερ που δεν αφήνει τη βίδα να ξεσφίξει.
- Σώπα ρε μπήχτη, βρήκες κιόλας πίσω πόρτα;
- Μαλάκα μου, η γκόμενα είχε ένα γκρόβερ άλλο πράμα. Μου τον έπιασε απ' το λαιμό και κόντεψε να μου τον πνίξει.
2 comments
andreas_360
«Ταξίδια έκανα πολλά
σ' Ανατολή και Δύση
μα τέτοιον πάτο πουθενά
δεν έχω συναντήσει.
Τι θα γίνει με την πάρτη σου; Καβλώνουμε!
Η κολάρα σου μωρό μου βγάζει μάτι!
Να σε πάρουμε απ΄το γκρόβερ να τελειώνουμε
να γυμνάσουμε λιγάκι τον προστάτη!»
Ερμηνερυμενο απο τον Σταρόβα
http://www.youtube.com/watch?v=UlbbKIJUDaM&feature=related
electron
συντάσσεται ωραία με το ρήμα σενιάρω...
πολλά λες και θα αναγκαστώ να σου σενιάρω το γκροβεράκι