α. Κωλοτρυπίδα, σούφρα, ροδέλα, σφιγκτήρας.

β. Η σφιχτή συγκεκριμένα κωλοτρυπίδα που ανοίγει δύσκολα.

Προέλευση:

Αναφέρεται στην ομοιότητα της πρωκτικής οπής με την αστεροειδή (συνήθως) ροδέλα τύπου γκρόβερ που δεν αφήνει τη βίδα να ξεσφίξει.

- Σώπα ρε μπήχτη, βρήκες κιόλας πίσω πόρτα;
- Μαλάκα μου, η γκόμενα είχε ένα γκρόβερ άλλο πράμα. Μου τον έπιασε απ' το λαιμό και κόντεψε να μου τον πνίξει.

(από leouras, 15/01/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
andreas_360

«Ταξίδια έκανα πολλά
σ' Ανατολή και Δύση
μα τέτοιον πάτο πουθενά
δεν έχω συναντήσει.
Τι θα γίνει με την πάρτη σου; Καβλώνουμε!
Η κολάρα σου μωρό μου βγάζει μάτι!
Να σε πάρουμε απ΄το γκρόβερ να τελειώνουμε
να γυμνάσουμε λιγάκι τον προστάτη!»

Ερμηνερυμενο απο τον Σταρόβα

http://www.youtube.com/watch?v=UlbbKIJUDaM&feature=related

#2
electron

συντάσσεται ωραία με το ρήμα σενιάρω...
πολλά λες και θα αναγκαστώ να σου σενιάρω το γκροβεράκι