Όταν κάποιος έχει κάνει κάτι πολύ βρώμικο και διεφθαρμένο και έχει λερωμένη την φωλιά του. Συνήθως λέγεται ο Δούναβης, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθούν και άλλα ονόματα ποταμών, θαλασσών, πηγών, μαρκών μεταλλικών νερών κ.ά. Τα επόμενα πιο συχνά που δίνει ο γούγλης μετά τον Δούναβη είναι ο Νιαγάρας, ο Πηνειός, ο Ειρηνικός και ο Αμαζόνιος. Λιγότερο ο Νείλος, ο Ατλαντικός και ο Βόλγας, καθώς και για βιβλικούς λόγους ο Ιορδάνης.

  1. Το αγόρι που είχατε ραντεβού δεν εμφανίστηκε ποτέ στο μέρος που κανονίσατε αλλά ούτε και τηλεφώνησε. Τι κάνεις;
    Α. Του τηλεφωνείς και περιμένεις να έχει μια καλή δικαιολογία. Αν όχι, δεν τον ξεπλένει ούτε ο Δούναβης. (Εδώ).

  2. Τη σχέση με συνάδελφο καπαρωμένο από άλλη συνάδελφο: μετά δεν σε ξεπλένει ούτε ο Δούναβης. Καλό είναι να κρατήσετε τη σχέση μυστική. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

#1
HODJAS

Η ακριβής χρήση σημαίνει μπινελίκωμα δηλ. θα σε λούσω πατόκορφα [με ύβρεις] και δεν θα σε ξεπλένει ούτε ο μεγαλύτερος ποταμός, βλ. περνάω κάποιον γενεές δεκατέσσερεις, ψάλλω τον εξάψαλμο/τον αναβαλλόμενο κ.α.