Ακατάστατος, αλλά και τσαπατσούλης, βρωμιάρης. Θηλυκό: η μουρδούλα. Ο μουρδούλης μουρδουλεύει και η κατάσταση (α-καταστασία) που δημιουργεί είναι η μουρδουλιά που μπορεί να φτάνει έως δημιουργία αχουριού / μπουρδέλου / σταυλώνα.

Λέγεται στην Κέρκυρα, στην Κεφαλονιά και, στάνταρ, το λεγε και μια σλανγκογιαγιά αρβανίτισσα θεοσχωρέστη. Στο νετ ελάχιστες αναφορές, το σλάνγκρ παϊονίρ.

Εδώ: Και ζαλίστηκε όπου λες ο πράκτορας και πήρε το κινητό να κατέβει στην πλατεία να πιει μιαν τζιτζιμπίρα και [...] τονε βρήκε ο Κορωνιάς που έψαχνε να βρει καπιτάνιο για τη σκάφη του [...] και ο μουρδούλης μπιορδεύτηκε, άφηκε το κινητό δίπλα στο άγαλμα τσι Αλίκης και 'φυγε να γίνει θαλασσόλυκος και γνωρίστηκε μ' ένανε Σουηδέζο [...] κ' αγριεύτηκε ο έρμος ο μουρδούλης.

-Να σου πω εσένα, τι έφτιαξες την ομελέτα και παράτησες τα τσουμπλέκια μέσ' στη μέση; Ποιος θα τα μαζέψει;
-Ωχ, σόρυ ρε γιαγιάκα, χτύπησε το τηλέφωνο και ξεχάστηκα!
-Σόρυ, σόρυ, λες και δε σε ξέρω τι μουρδούλα είσαι, άστα, θα τα μαζέψω εγώ.

-Πω πω περιστέρια που έχει εδώ στη μουσμουλιά, δεν το αφήνω το αυτοκίνητο, δεν φαντάζεσαι τι μουρδουλιά είναι η κουτσουλιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Doctor

Στη Λευκάδα το έχω ακούσει ως παρατσούκλι (για ένα συγκεκριμένο σόι).

#2
MXΣ

Ίσως προέρχεται από εδώ?