Σκακιστική σλανγκ.

Αυτός που μένει στάσιμος στη μετριότητα. Ο έμπειρος μεν, αλλά ανεπίδεκτος μαθήσεως.

Από το γαλλικό mazette, άσχημο άλογο.

Άντε ρε καραμαζέτα, θα μάθεις σκάκι επιτέλους, ή να σε μαμήσω ν' ασπρίσεις!!

(από drunkard, 23/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
poniroskylo

Ένα εξαιρετικό γλωσσάρι της σκακιστικής αργκό μπορείτε να δείτε εδώ.

#2
knasos

Ε, είναι φανερό. Λευκά σε 4 κινήσεις.

#3
jesus

έχει κ πιο εύκολα

(πριν το κατεβάσει ο τύπος, γαμώ τους λογοκλόπους.)

#4
knasos

χεσού είμαι ο TzegiosBreimas.

#5
patsis

Εννοείς του κλέψανε κείμενο και τα πήρε στην κράνα, έτσι;

#6
jesus

@κνασο; ποιος;;;

@πάτσι: όπως λέει κ ο όρσον εδώ, «είναι κλοπή κ λογοκλοπή. κ μένα δε μ' αρέσουνε κ πολύ οι κλέφτες και τα μουνόπανα».

(να διούμε πότε θα βάλει τους υπότιτλοι ο βίκαρ)