Σκακιστική σλανγκ.
Αυτός που μένει στάσιμος στη μετριότητα. Ο έμπειρος μεν, αλλά ανεπίδεκτος μαθήσεως.
Από το γαλλικό mazette, άσχημο άλογο.
Άντε ρε καραμαζέτα, θα μάθεις σκάκι επιτέλους, ή να σε μαμήσω ν' ασπρίσεις!!
Got a better definition? Add it!
Published 2011-03-23 13:01:33+00:00 Last modified 2011-03-23 16:47:24+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.