Κάνω σεξ. Ενεργητικό ρήμα, ως εκ τούτου χρησιμοποιείται από άνδρες. Γνωστό και το ουσιαστικά πλάκωμα που σημαίνει το ίδιο. Συναντάται στις ντοπιολαλιές της Ηπείρου κυρίως.

Κι εκεί που την έβλεπα την τσελιγγοπούλα να αρμέγει τις πρατίνες, να σου ο Λιάκος. Την έπιασε κι άρχισε να την πλακώνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
deinosavros

Η έκφραση χρονολογείται τουλάχιστον από την εποχή των βαλκανικών πολέμων, αφού εντοπίζεται σε αφήγηση βετεράνου, σχετικά με τον βιασμό βουλγαροκορασίδων.
Δεν έχω το κείμενο πρόχειρο, αλλά το καταγράφει ο Σιμόπουλος στο «Βασανιστήρια και Εξουσία».