Πλένω τα πιάτα, ποτήρια μαχαιροπίρουνα.

Πρέπει να ξεθερμίσω, γιατί γέμισε ο νιπτήρας μετά το τσιμπούσι!

Βλ. και αξεθέρμιστα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Επισκέπτης

εμεις ετσι το λεμε στη χιο ξεθερμω = πλενω πιατα

#2
electron

συμμαθήτρια;

#3
vanias

Στη Χίο, σε γύρω αυτής νησιά το έχω ακούσει (Μυτιλήνη, Σάμο) και δεν αποκλείω τη Σύρο όπου διεκπεραιώθηκαν αρκετοί Χιώτες από το 1821 κι εντεύθεν. Στην Πελοπόννησο πάντως το "ξεθερμίζω" χρησιμοποιείται με περισσότερη λογική κι αφορά στη διαδικασία υποβοήθησης εξαγωγής του ελαιολάδου από τον πολτό της ελιάς που σχηματίζετο. Ο εν λόγω τοποθετείτο σε πανιά, ανυψώνετο και στη συνέχεια καταβρεχόταν με αχνιστό νερό(ξεθερμιζόταν) για να βγάλει όλο το λάδι, το οποίο μείγμα λαδιού-νερού κατέληγε σε πέτρινη -συνήθως- λίμπα (δεξαμενή -κι εξού βγαίνει και το "γίναν όλα λίμπα") όπου λόγω ειδικού βάρους ήταν σχετικά εύκολο να διαχωριστούν.

#4
dryhammer

Όταν φοιτητής προ 30ετίας χρησιμοποίησα τη λέξη, καποια κάτοικος Νιγρίτας μου είπε οτι εκείνοι τό έλεγαν (παλιότερα) αποθερμίζω.