Πλένω τα πιάτα, ποτήρια μαχαιροπίρουνα.

Πρέπει να ξεθερμίσω, γιατί γέμισε ο νιπτήρας μετά το τσιμπούσι!

Βλ. και αξεθέρμιστα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεθερμάω, ξεθερμίζω: Κάνω λάντζα, πλένω πιάτα. Έκφραση από νησιά.

Ενίοτε λέγεται καί σκέτο ξεθερμίζω, αλλά μπορούμε να προσθέσουμε τα πιάτα, αν και είναι πλεονασμός γιατί εννοείται.

Έχω να ξεθερμίσω τα πιάτα και μετά θα αράξω.

Βλ. και αξεθέρμιστα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified