Κυριολεκτικά η μεγάλη αράχνη, είδος φαρμακερής αράχνης.

Μεταφορικά η μαλακία, ο αυνανισμός.

  1. - Τον έφαγε η μαρμάγκα, έπαθε μεγάλη συμφορά.

  2. - Γαμάει ο Μήτσος καθόλου;
    - Τι να γαμήσει αυτός ρε, τόσους μήνες παίζει μόνο DOTA , τον έχει φάει η μαρμάγκα για τα καλά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
ΑΟΥΓΚΑ

Παράδειγμα, αποτυπωθέν στην συλλογική μνήμη αναρίθμητων Ελλήνων: Μπαρμπα-Γιώργος(βλ. θέατρο σκιών-Καραγκιόζης): «Ουώι μανουώλα μουώ, θα ρουωβολιήσουω τουών κατιέφουρο να σφάξου τιήν μαρμάγκα!»