Με τον όρο «μπατίνι» κάποιος εννοεί το ξύλο που ρίχνει ή τρώει.

Επίσης είναι συνώνυμο με τα στειλιάρι ή φάπα / καρπαζιά.

  1. Ρε έπεσε μπατίνι χτες έξω από το γήπεδο.

  2. Πάψε, θα φας μπατίνι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

Καλώστονα και καλές καταχωρίσεις! (υπομονή λίγες μέρες μέχρι να ξεδιακοπέψει ο Βράσταμαν και να σε αναγραμματίσει και σένα)

Τοπικός ιδιωματισμός πόθεν;

#2
salina

άσχετο
μου θυμίζει το μπατίρη που τρώει, πίνει, δεν πληρώνει και στο τέλος, τρώει ξύλο
άσχετο, το είπα, δεν το είπα, το λέω, άσχετο

#3
george13gr

τοπικός ιδιωματισμός εκ ρούμελης

#4
GATZMAN

Κομπιουτερικά αποτελεί τη σύζευξη των format : «bat» & «ini»