Με τον όρο «μπατίνι» κάποιος εννοεί το ξύλο που ρίχνει ή τρώει.

Επίσης είναι συνώνυμο με τα στειλιάρι ή φάπα / καρπαζιά.

  1. Ρε έπεσε μπατίνι χτες έξω από το γήπεδο.

  2. Πάψε, θα φας μπατίνι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified