Selected tags

Further tags

Συνώνυμο των πουτσοσκάμπιλο, πουτσοχάστουκο, ψωλοχάστουκο, ψωλοσκάμπιλο, προς τιμήν του δημάρχου του Βόλου Αχιλλέα Μπέου που έδωσε χαστούκι σε ψηφοφόρο του.

Έρωτας απ' το πρώτο μπεοχάστουκο. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μπαχαλάκιας που πετάει καδρόνια σε διαδηλώσεις και σκηνικά με αστυνομικούς.

Από καδρόνιας έγινε υπηρέτης της Νέας Τάξης (Φέισμπουκ)

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία του Πλωμαρίου της Λέσβου είναι η σφαλιάρα και παιχνίδι της τράπουλας που παίζεται από δυο ή τέσσερις παίχτες σε ζευγάρια.

Α σ σγάψου ένα σκαμπίλ, α δεις τουν ουρανό σφουγκίλ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Σύνθετη λέξη που δηλώνει την τάση προτίμησης ή συναίνεσης για την χρήση βίας κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Αναφέρεται στο άτομο που γίνεται ευχαρίστως δέκτης βίας στο πλαίσιο ερωτικής συνεύρεσης. Η ξυλοχωρητικότητα συχνά πιθανολογείται ευθέως από συγκεκριμένα σωματικά χαρακτηριστικά (μεγάλο ύψος ή/και βάρος, εύρος λεκάνης).

Τούμπανο το Μαράκι, δε λέω, αλλά δεν έχει καθόλου ξυλοχωρητικότητα. Ούτε μια σφαλιαρίτσα δεν με άφησε να ρίξω.

Got a better definition? Add it!

Published

Σεντρα: εφυμισμός που δηλωνει οτι κάποιος προκαλεί εναν αλλον ή την παρεα του να βρεθουν για να παίξουν μπουνιές. Κυρίως μεταξυ εφήβων της Πάτρας. Πολλές φορές έχει ειρωνική χροιά σε παρέες που τσακώνονται

ετσι εισαι ρε σεντρα στο μολο σε προκαλω Σάββατο 8 το βράδυ μονος σου μονος μου, αμα δεν ρθεις εισαι πουστης.

Got a better definition? Add it!

Published

Αναφέρεται και ως «τζουριά». Συχνά στον πληθυντικό ως «τζουριές».

Η μαχαιριά στην συμμοριτική ορολογία

«Έφαγε την τσουριά, αιμορραγεί σαν την παρθένα» Thug Slime - Theios

Got a better definition? Add it!

Published

Το τραμπουκολίδι (πληθ.: τραμπουκολίδια) είναι η επιθετική συμπεριφορά ενός τραμπούκου ως προς σωματικά ασθενέστερο άτομο, κατά προτίμηση σε δημόσιο χώρο. Συμβαίνει και μεταξύ ζώων, πχ. απο σκύλο σε γάτα σε πλατεία, με έναυσμα πεσμένο κομμάτι γύρο. Ορθώς προφέρεται ως τραμπουκολjίδια, κατά τη λαϊκή προέλευση της λέξης.

Πλέον, οι ΞΕΝΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ: αγγλικά έχουν κάνει τη λέξη 'μπούλινγκ' να επικρατήσει.

Βλέπε και μπουλίζω.

Ρε φίλε, στο γήπεδο είπαμε να πάμε, αλλά μέθυσε ο Ηρακλής και πλακώσαμε μια διπλανή παρέα στα τραμπουκολjίδια...

Got a better definition? Add it!

Published

Κάνω διάτρητη μια επιφάνεια μετά από βολή κατα ριπάς ενός πολυβόλου όπλου. Είναι μεταφορική σημασία του γαζώματος με ραπτομηχανή, το οποίο επιφέρει αντίστοιχη διάτρηση και προέρχεται από το αραβικό qazz το οποίο σημαίνει μετάξι.

-Πέρασαν δύο αμάξια και γάζωσαν το μαγαζί εν κινήσει, δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξυλοδαρμός.

- Έφαγε σόπι: έφαγε γερό ξύλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σφαλιάρα, χαστούκι, μπάτσα.

- Ρε σεις τι θα γίνει πάλι μ'αυτό το παλτό που σέρνεται?
- Χθεσινοβραδυνός είναι πάλι ρε...
- 'Αμα τον πετύχω έξω κάνα βράδυ θα τον αρχίσω στα κιουστράπια να στρώσει, ξερωγώ.

Θεσσαλονικιώτικη έκφραση χρησιμοποιούμενη απο τους οπαδούς του ΠΑΟΚ κατά κύριο λόγο και αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης καταστάσεων όταν πονάνε τα μυαλά μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified