Γενικά ο όρος αναφέρεται σε κάθε κατάσταση που είναι πιεστική. Προέρχεται από την πρέσα που σφίγγει τα πράγματα ώς εκεί που δεν φτάνει.

Οι δύο πιο δημοφιλείς κατηγορίες που θα ακούσετε τον όρο είναι οι ακόλουθες:

  • μονότερμα γκρίνιας ή/και μιζεροκατάστασης που έχει πολύ πρήξιμο ή/και στεναχώρια
  • καγκουροβόλτα με μηχανές ή αυτοκίνητα, όπου η πρέσα αναφέρεται στην οριακή (προς τα πάνω) λειτουργία του κινητήρα.

Ασχετο! Τιπ για στιχουργούς: ριμάρει με το κομπολόι και το συγγενολόι εύκολα, και λίγο πιο δύσκολα με το κονβόι.

  1. - Ρε, είδα τον Μάκη χτες. Σαν να γέρασε δέκα χρόνια.
    - Δεν τα 'μαθες. Έχασε τον πατέρα του και την μάνα του μέσα σε διάστημα έξι μηνών. Και η δουλειά του πάει κατά διαόλου.
    - Πολύ πρεσολόϊ ρε παιδάκι μου.

  2. - Την Κυριακή έχει πρεσολόϊ.
    - Βγάλατε διαδρομή;
    - Ξεκινάμε οκτώ από εθνική για Ωραιόκαστρο.
    - Ωραία... Πείτε μου τι καφέδες πίνετε, γιατί, αφού με το μωρό μου θα φτάσουμε πρώτοι, να παραγγείλω.
    - Πρόσεξε μη σκίσεις το στριγκάκι σου...

  3. - Μαλάκα μου, είμαι προχθές στο μπαράκι, και με πιάνει ένα πρεσολόϊ το Μαράκι, για το πού ήμασταν χθες, άνευ προηγουμένου.
    - Και τα ξέρασες όλα ρε Μπάμια;
    - Δεν είπα τίποτα, αλλά κάτι την έχει πονηρέψει.

(από electron, 23/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Galadriel

...και με το ρολόι και το μοιρολόι και με το ψιλολόι. Και λίγο πιο δύσκολα με το μπαντμπόι αχαχαχ βρε ελέκτρον, ωραίος ορισμός.

#2
electron

μερσί, στο αφιερώνω

τι φταίω εγώ, κι ακούω τέτοιο μοιρολόϊ,
απ ΄το πρωϊ που ξύπνησα και είδα το ρολόϊ
προβλέπω σήμερα να έρθει το κονβόϊ
οι θειές σου και τ΄αδέλδια σου, καταραμένο σόϊ
και να με πρήζουνε ότι είμαι ένα μπαντμπόϊ
θα φύγω για το τζιμπουτί, ή για το Κοσλοντούϊ(;!;!)
αγέρωχος ξεφεύγοντας απ' όλο αυτό το πρεσολόϊ....

#3
Galadriel

για το τζιμπουτί ή για τον ποϊτσομόι :P