Έκφραση που ακούγεται μόνο κατά το Πάσχα (και τις επόμενες μέρες ίσως), όταν τσουγκρίζουμε τα χρωματιστά αυγά, τα οποία συνήθως έχουν ένα στενό άκρο («μύτη») και ένα πιο φαρδύ («κώλος»). Είθισται να επιλέγουμε το ίδιο με του αντιπάλου μας, για το ξεκίνημα. Τον ρωτάμε τι προτιμάει, μύτη ή κώλο και αναλόγως τσουγκρίζουμε το αυγό. Μετά, χτυπάμε με ό,τι μας έχει απομείνει.

Ορισμένοι λασκολόγοι διατείνονται ότι από κει βγαίνει το κωλόφαρδος.

- Μύτη ή κώλο;
- Μύτη.
ΤΣΑΚ!
- Νίκησα!
- Τι νίκησες, μου το ξεκώλιασες ρε μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Το μυαλό μου πήγε σε κοκάκια.

#2
HODJAS

Θυμίζει την ερώτηση «καβάλο ή κώλο» [θες;] προς καθήμενο, όταν είναι να περάσεις όρθιος απο μπροστά του, σε πολύ στενό χώρο.

#3
MXΣ

Ενίοτε και κεφάλι ή κώλο. Συνήθως χτυπάμε πρώτα κεφάλι και μετά λέμε το αμίμητο «γύρνα κώλο» ή «δώσε κώλο» (not to be confused with the amimito δώσε κώλο στον ρουφιάνο!)... αατα

#4
iron

χαχα, σωστός!