Χρησιμοποιείται στη θέση του κωλομετράω. Όταν κάτι ή κάποιος μετράει πολύ άσχημα.
- Μαλάκα δες γυαλάκι ... κωλομετράει! - Πσσς .. κωλοένα κωλοδύο κωλοτρία ... (+άπειρο)
Got a better definition? Add it!
Published 2011-04-28 17:07:28+00:00 Last modified 2015-06-24 05:58:54+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
0 comments