Further tags

Σλανγκικό μέτρο κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το οποίο μετράει την ευαισθησία του κάθε χρήστη.

Αυτή η ιστορία δεν είναι για επίδειξη, δεν είναι για μοίρασμα, δεν είναι των κορεκτόρων της αλληλεγγύης, ούτε για το ευαισθησιόμετρο του καθενός, τώρα που η αλληλεγγύη δεν είναι υπόθεση των λίγων αλλά ξεκάθαρα των πολλών, των όλων. Είναι μια ιστορία δική μου, είναι μια από τις κραυγές αγωνίας των ανώνυμων αλληλέγγυων που δε θέλουν τίποτα άλλο παρά να φτάσουν αυτοί οι άνθρωποι σώοι στους προορισμούς τους. (Από Φέισμπουκ)

Got a better definition? Add it!

Published

Μονάδα μήκους μικρών διανυσματικών αποστάσεων και ελαχίστων δυνατών χρονικών διαστημάτων· αλλιώς θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ένδειξη ενός σώματος με ελάχιστη μάζα ή και για μια ανεπαρκής ποσότητα ύλης.

-Υπάρχει ψωμί στο σπίτι; Υπάρχει μία τσίντζα.

-Από εδώ έως το μαγαζί πόση ώρα είναι; -Ε... δεν είναι κάτι, μια τσίντζα

Got a better definition? Add it!

Published

Ξάι το, πληθ. ξάγια: μέτρο χωρητικότητας δημητριακών που χρησιμοποιούσαν στην Κύθνο (όπως και αλλού). Απ' ό,τι θυμάμαι ήταν ένα κυλινδρικό μεταλλικό δοχείο με χερούλι (αλλά και ξύλινο, όπως μου έχουν πει οι παλιότεροι) χωρητικότητας 7 οκάδων κριθαριού, που ήταν το κύριο αγροτικό προϊόν του νησιού μέχρι τη δεκαετία του '60.

Στο Βικιλεξικό βρίσκουμε:

ξάι (ουδέτερο):

  1. αλευροκόσκινο του μυλωνά που αποτελούσε μέτρο υπολογισμού της αμοιβής του (στη ναξιακή και ευρύτερη κυκλαδική διάλεκτο καθώς και σε περιοχές Ηπείρου).

  2. το αλεστικό δικαίωμα του μυλωνά, αλεστικά.

  3. μονάδα μέτρησης χωρητικότητας: δημητριακών (μισό κιλό), μεταξόσπορου (το 1/6 της ουγγιάς), μπαρουτιού, πυρίτιδας.

Ετυμολογία: ξάι < μεσαιωνική ελληνική ξάι < ελληνιστική κοινή ἐξάγιον < λατινικά exagium

Πέντε ζευγαριές χωράφι, πέντε ξάγια γέννημα! Τσάμπα ο κόπος και τσάμπα ο σπόρος!
(ζευγαριά: επιφάνεια χωραφιού που μπορεί να οργωθεί από έναν άνθρωπο μ' ένα ζευγάρι ζώων σε μια μέρα / γέννημα: τα σιτηρά -στο παράδειγμα: κριθάρι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βαρέλα, μίστατο

Η βαρέλα είναι μέτρο χωρητικότητας υγρών, κυρίως κρασιού, που χρησιμοποιούσαν (και κάποιοι χρησιμοποιούν ακόμα) στην Κύθνο. Η βαρέλα είχε χωρητικότητα 70 όκάδες. Αν μετατρέψουμε τις όκάδες σε λίτρα (με βάση αυτά που γράφει ο dryhammer στο λήμμα εικοσιπενταράκι: "τα βάρη αφορούν νερό όπου 1 ml = 1 γρμ ... 1 οκά = 1280 γρμ") η χωρητικότητα της βαρέλας είναι περίπου 90 λίτρα (γιά την ακρίβεια 89,6 λίτρα).

Το Λεξικό ελληνικών μονάδων μέτρησης (εδώ) αναφέρει:

βαρέλι, το το βουτσί ή βαρέλι ή βουτίον· μέτρο χωρητικότητας υγρών ενός, μισού ή τετάρτου του κόρου.

( κόρος, ο

[ναυτιλία] Μετρική μονάδα της χωρητικότητας των πλοίων, κυρίως των εμπορικών και των φορτηγών, η οποία ισοδυναμεί με 100 κυβικά πόδια, δηλαδή με 2,83 κυβικά μέτρα.

κόρος ή τονελάδα: βάρος 1000 χιλιόγραμμων από το ίδιο).

Υποδιαίρεση της βαρέλας ήταν το μίστατο που αντιστοιχούσε στο ένα δέκατο της βαρέλας, δηλαδή 7 οκάδες ή 8,96 λίτρα.

Το Λεξικό ελληνικών μονάδων μέτρησης (εδώ) αναφέρει:

μίστατο, το [Κρήτη, Κυκλάδες] δοχείο και μέτρο χωρητικότητας υγρών 6 – 12 οκάδων.

Από τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, ενώ η βαρέλα της Κύθνου είνα σημαντικά μικρότερη από το βαρέλι του Λεξικού, το μίστατο είναι μέσα στα όρια.

Δεν έβαλα πολύ κρασί φέτος. Ήτανε κακή η χρονιά, έπεσε κι η πρέδα στ' αμπέλι, ίσα πού'βαλα δυό βαρέλες και τρία μίστατα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • Μονάδα μέτρησης του όγκου μιας αφοδευτικής εκκένωσης

- Πάω να ρίξω μια χεσιά και επιστρέφω.
- Καλό βόλι.

  • Μικρό οικόπεδο, περιοχή ή χώρα ("μια χεσιά τόπος")

Κάτι δηλαδής κομμάτι μεγαλύτερο από μια κουτσουλιά (ma non troppo).

- Να μην έχουμε προβλέψει, σε μια ολόκληρη Αρκαδία, να μην έχουμε προβλέψει για μια χεσιά τόπο, εδώ και χρόνια, για να εναποθέτουμε τα σκουπίδια μας…· αλλά να μην τα δεχόμαστε ούτε και τώρα να τα εναποθέσουμε κάπου… και να είμαστε υποχρεωμένοι να τα ταξιδεύουμε στην Κοζάνη, η οποία και με το δίκιο της -αν τα δεχθεί- θα μας παίρνει 25 € τον τόνο... (εδώ)

- Πήρε κι αυτός προίκα μια χεσιά χωράφι... (Δημήτριος Σπ. Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2013).

- Πόσο σωστό το “Ελλάς, το μεγαλείο σου βασίλεμα δε έχει”! Μια χεσιά τόπος και κάναμε μπουρδέλο ολόκληρο πλανήτη! (εκεί)

  • Μονάδα μέτρησης μικρής απόσταση ("μια χεσιά απόσταση")

Ένα τσιγάρο δρόμος, ένα πράμα.

- Φεύγει ο Αθηναίος τίγκα στη βενζίνη και στα όνειρα για τους τροπικούς των Αντικυθήρων ας πούμε, και ξεχνά ότι το νησί και οι ξέρες είναι μια χεσιά απόσταση από τους κρητικούς, νόμιμους και παράνομους. (παραπέρα)

- Ουσιαστικά οι γειτονιές μας μια χεσιά απόσταση η μια από την άλλη. Είναι δυνατόν να μη γνωριζόμαστε; (παραδίπλα)

Εκ του χέζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

εικοσιπενταράκι, πενηνταράκι, κατοστάρι, μισοκάρικο, πεντόκαρτο

Κατόπιν προτροπών συσλάγκων το σχόλιο αναβαθμίστηκε σε λήμμα (άκοπη δουλειά).

Ιστορικές πια συσκευασίες και μονάδες μέτρησης ποτών. Ακόμα σε χρήση από παλιούς , χωρίς οι λέξεις-ποσότητες να ανταποκρίνονται πια στην πραγματικότητα. Αναφέρονται κυρίως σε μπουκάλια γι αυτό και είναι ουδέτερα.

Επειδή τα μέτρα των ποτών κρατάνε σε χρήση πάνω από αιώνα, μέχρι και τα μέσα των '80ς χρησιμοποιούσαμε υποδιαιρέσεις της τουρκικής οκάς (που καταργήθηκε το '52 αλλά κάτι συνταγές γιαγιάδων είναι ακόμα σε οκάδες και δράμια).

Με την ένταξη στην (τότε) ΕΟΚ υιοθετήθηκε (υποχρεωτικά) το μετρικό σύστημα.

'Όλα τα βάρη αφορούν νερό όπου 1 ml = 1 γρμ. Στα υπόλοιπα λέγανε για δράμια κλπ αλλά πουλούσαν όγκο (ml η cc).

1 οκά = 1280 γρμ = 400 δράμια 1 δράμι = 3,2 γρμ

Το εικοσιπενταράκι ήταν 25 δράμια=80γρμ και το πρόλαβα στη Θεσσαλία μέχρι τα ‘80ς για τσίπουρο.

Έτσι το καραφάκι ( που παραπέμπει σε μικρή καράφα-σπάνια πια σε χρήση για χύμα ποτό) λεγόταν πενηνταράκι δηλ. 50 δράμια = 160 γρμ= τρία ποτηράκια κρασί ή στα νησιά ούζο. Μετά έγινε 200 ml= 4 μεζούρες.

Μετά ερχόταν το κατοσταράκι ή κατοστάρι = 100 δράμια = 320 γρμ δηλ. ένα τέταρτο της οκάς (κάρτο ή καρτούτσο). Από κει και το όνομα για το μεταλλικό δοχείο κρασιού.

Κατόπιν το μισοκάρικο, μισή οκά = 200 δράμια = 640 γρμ που ήταν σε χρήση για εμφιάλωση ούζου μέχρι την αλλαγή οπότε έγινε 700 ml = 70 cl. Το μεγάλο μεταλλικό δοχείο κρασιού λεγόταν μισή (οκά).

Χύμα ούζο μου γέμιζαν τα ‘70ς σε μπουκάλι γυάλινο της cocacola του λίτρου που το λογάριαζαν χοντρικά σε 300 δράμια = 980 γρμ και το λέγανε τρακοσάρι.

Οκάδικοοκαδιάρικο) μπουκάλι δεν έχω πετύχει -δε σημαίνει οτι δεν υπήρχε.

Κάτι παλιά μπουκάλια πράσινα για λάδι ήταν πεντόκαρτα = 5 κάρτα = 5/4 οκάς = 1600 γρμ (και σε παλιές συσκευασίες κρασιού εποχής Δεμέστιχα).

Χρειάζεται;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχήμα λόγου που μας δείχνει την πολύ περασμένη ώρα η αργοπορία ενός ατόμου.

Γάμησε τα πάλι..Εκατό η ώρα γύρίσαμε σπίτια μας χθές...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί σύντομο διάλογο σε μπαφοκατάσταση. Μετά το πέρας αρκετών γύρων του μπάφου που έχει αρχίσει και επέρχεται σχετικά ο κορεσμός των συνδαιτυμόνων σε THC ή σε λιγότερο οργανωμένες παρέες που δεν τηρούν τον κανόνα του ρολογιού (το τσιγάρο να γυρίζει αυστηρά από το ένα άτομο μόνο προς αυτόν που κάθεται αριστερά του, ώστε να γίνεται ένας κύκλος) ο κάτοχος του μπάφου λέει τη λέξη «Μποπ» και όποιος από την παρέα απαντήσει τη λέξη «Μάρλεϋ» τον παίρνει.

Αυτή η μέθοδος είναι πολύ αποτελεσματική στο να εξασφαλίζει γρήγορα και άκοπα τη διαδοχή του μυρωδάτου τσιγάρου προς το άτομο της παρέας που το θέλει περισσότερο, ενώ είναι και αποδεδειγμένα λιγότερο κλασμένος από τους άλλους, αφού κατάφερε να συγκεντρωθεί και να απαντήσει πρώτος στο κάλεσμα του χόρτου. Επίσης είναι και ένας εύκολος τρόπος για τον κάτοχο του γάρου να το γυρίσει χωρίς να χρειαστεί να σκεφτεί τίνος σειρά είναι και να μπει στον κόπο να ειδοποιήσει τον επόμενο στη διαδοχή, ο οποίος ίσως είναι τελείως ζάντα για να ανταποκριθεί γρήγορα ή μπορεί να έχει δηλώσει στον προηγούμενο γύρο πως δεν θέλει να πιει άλλο. Τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό πλεονέκτημα για τον εκκινητή της διαδικασίας Μπομπ-Μάρλεϋ είναι πως δεν είναι υποχρεωμένος να σηκωθεί/τεντωθεί/ζοριστεί για να περάσει το τσιγάρο στον επόμενο, καθώς αυτός που θα πει το «Μάρλεϋ» έχει την ευθύνη να πάει να το παραλάβει ο ίδιος.

Ο διάλογος αυτός αποτελείται από το όνομα του θρυλικού μουσικού Bob Marley, ο οποίος είναι γνωστός πέρα από τη μουσική του και για τη συχνή και βαριά χρήση μαριχουάνας, οπότε αποτελεί ένα φόρο τιμής στο πρόσωπό του. Ο διαλογικός τρόπος εκφοράς του ονόματος του Bob Marley φαίνεται να είναι εμπνευσμένος από το παιχνίδι Marco Polo, το οποίο είναι ένα είδος τυφλόμυγας στο οποίο ο παίχτης που έχει δεμένα τα μάτια του φωνάζει «Marco», ενώ οι υπόλοιποι παίχτες «Polo» και ο πρώτος παίχτης προσπαθεί να ακολουθήσει τη φωνή τους για να τους πιάσει.

(21:21) Θάνος: Μπομπ
(21:22) Νάσος: Μάρλεϋ
(21:23) Θάνος: Φφφφφ, μια τελευταία τζούρα.
(21:25 και 3 τζούρες μετά) Θανάσης: Μάρλεϋ
(21:26) Νάσος: Ε το έχω ζητήσει ήδη ρε φίλε, με 3 τζούρες είμαι όλο το βράδυ. Εσείς έχετε πιάσει τα 7 μάρλευ και εγώ δεν έχω φτάσει ούτε το πρώτο.
(21:27) Θανάσης: Καλά ρε φίλε, άραξε θα στρίψουμε κι άλλο. Πήγαινε φέρε τα χαρτάκια.
(21:28) Νάσος: Πάλι εγώ να σηκώνομαι;
(21:39) Θανάσης: Μόνος σου το είπες πως είσαι χαμηλά στην κλίμακα.
(21:45) Θάνος: Έλα πάρ'το.
(21:46) Νάσος: Τι πάρ'το ρε; Αυτή είναι μόνο η τζιβάνα!
(21:47) Θάνος: Άραξε μωρέ έχουμε σταφ. Φέρε τον τρίφτη. Και καμία σοκολάτα.
(21:55) Θάνος: Μποπ
(21:56) Θανάσης: Μάρλεϋ
(22:00) Νάσος: Πάλι δε θα πιω τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για μαλακία που κάνεις σε εντελώς απρεπή περίσταση με αποτέλεσμα να μεγεθυνθεί η τιμωρία, ν' ανέβει πίστα ένα faux pas που διέπραξες και αλλού ίσως ήταν εντελώς ακίνδυνο ή αδιάφορο.

Από την έκφραση «πολλά κιλά μαλάκας» και από τον δεύτερο νόμο του Νεύτωνα: F = m x a

Έτσι ενώ τα κιλά της μαλακίας (m) είναι τα ίδια σε δυο περιπτώσεις, σε αυτήν με τη μεγαλύτερη «επιτάχυνση» (a, ένας δείκτης απρέπειας, αστοχίας, κάτι σαν ταχύτερη μεταβολή του στάτους σου κατά διαόλου) το αποτέλεσμα, η δύναμη (F) είναι μεγαλύτερη. Και το αποτέλεσμα δυσμενέστερο.

- Για όνομα, ρε Τζον. Έκλασες πάνω στην εξέταση της Χειρουργικής; Μα πόσα νιούτον μαλάκας είσαι;
- Σιγά, ρε Πανούλη. Ήθελα ν' αποδείξω ότι δεν έχω ειλεό.
- Χμμ, βλέπω το σημείο σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι πολύ ψηλές γυναίκες. Μπασκετικός όρος, χρησιμοποιείται για γυναίκες με ύψος πάνω απο 1,75 ιδανικές για να παίξουνε κάτω από την ρακέτα και να μαζέψουνε ριμπάουντ, να βάλουνε πλάτη στις βολές κ.α

- Μαλάκα χθες έσκασε η Σούλα με γόβες και μας έριχνε όλους ένα κεφάλι.
- Ναι η Σούλα είναι δυνατό πεντάρι.

Η μπασκετμπολίστρια Anna Prins. (από Khan, 27/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified