Ξεσπάω τις καύλες μου σε μπουρδέλο.

- Άσε ρε φίλε, η δικιά μου ούτε να ακούσει δεν θέλει για πρωκτικό σεξ.
- Και πώς την βγάζεις;
- Πηγαίνω αλλού και ξεμπουρδελεύομαι.

!! (από malakia, 04/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
gaidouragathos

Τοχω ακουστά σαν ξεμπουρδελιάζω, συνηθως στο τρίτο πληθυντικό,( πάλι αυτό το θέμα με το ξε- ) Με την έννοια βγαίνω απ' τα όρια, εχω πώρωση, κάνω του κεφαλιού μου, φτάνω την φάση στην υπερβολή. Στο γούγλη δε βγαίνει γιατι τα μωρά γράφουν γκργκρικλισ κ βάζουν πολλά@@ στις κακές λέξεις...

#2
malakia

Σε ενεργητική φωνή έχει όντως την έννοια που επεσήμανες.
Στην παθητική όμως..

#3
malakia

Ρίξε μια ματιά στο video...

#4
gaidouragathos

Είναι τουκάν;;; Το πουλί!!!

#5
malakia

Το πουλί είναι Μάινα!

#6
PUNKELISD

Τι μάιναρε παιδιά; τουκάνφως φανάρι!

#7
malakia

Πάντως στο επεισόδιο αναφέρεται οτι είναι μάινα. Μάλλον μπέρδεψε τα πουλιά ο Ρώμας :P

#8
Mr. Cadmus

Αντίστοιχης σημασίας είναι και το παλιό καλό μπουρδελιάζω.

#9
vikar

Έχουμε το έχω ξεμπουρδελιάνει, με κάποιο προβληματισμό στα σχόλια, ρίξτε μιά ματιά.