Έκφραση που σημαίνει ότι διπλώνομαι, συρρικνώνομαι απ' τον πόνο, από την ταλαιπωρία, από αρρώστια, από εξασθένηση, από κακουχία, από γηρατειά κλπ.

Από το τούρκικο kat (πτυχή).

Συνώνυμη έκφραση: διπλώνομαι στα δύο απ' τον πόνο.

  1. Έφαγε μια μπουνιά στη κοιλιά κι έγινε δυο κάτια.

  2. Δε με βλέπεις πως γέρασα, έγινα δυο κάτια τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
betatzis

Έτσι εξηγείται γιατί γίνονται μπροστά στην εξουσία δύο κάτια, τσακίζονται, φερτάκηδες όλοι, να ρουφιανεύουν τους άλλους. Δεν είναι πια ν΄ απορώ γιατί έχει τόσα τσανάκια ετούτος ο τόπος, μιλιούνια από γλείφτες, ανθρωπάκια που πουλάνε τα χωραφάκια τους για να γίνουν θυρωροί. Φαίνεται πώς όλοι φοβούνται μην αποκαλυφθούν και τρέχουν να καρφώσουν τους άλλους. (Μάριος Χάκκας, διήγημα Ο φόνος, από τη συλλογή Ο μπιντές)

#2
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

Τέτοια τους φώναξε αυτός, και τραβώντας το χάλκινο λάζο,

το μυτερό διπλακόνιστο, απάνω του πήδηξε μ' άγρια

χουγιάσματα. Όμως μαζί κι ο θεϊκός Οδυσσέας σαΐτα

ρίχνοντας τον πετυχαίνει στο στήθος κοντά στο βυζί του,

και στο συκώτι του μπήγει το γλήγορο βέλος, και χάμου

πετάει το λάζο του εκείνος, τρεκλίζοντας πέφτει δυό κάτια

πας στο τραπέζι, σκορπά και φαγιά και διπλόχερο τάσι

κάτου στη γη, και χτυπά με το μέτωπο χάμου, με ανάσα

πνιχτή κομμένη, κλωτσά το θρονί με τα δυό του τα πόδια

και το πετάει μακριά, και σκοτάδι του απλώθη στα μάτια.

(Οδύσσεια χ 79-88, μτφρ Εφταλιώτη - Ποριώτη).