Στην διάλεκτο της Bursa στην Τουρκία το papurdak σημαίνει το γεροντάκι. Οι πρόσφυγες από εκεί, τουλάχιστον σε ορισμένα μέρη της Μακεδονίας, το σλανγκο-ελληνοποίησαν σε παπουρντάκι με μοναδική ίσως σημασία τον γηραιό εκείνο άνδρα που συμπεριφέρεται σαν τζόβενο, με ολίγο από σαλιάρη. Οι κυρα-περμαθούλες και αι νίντζα αν και το χρησιμοποιούν ειρωνικά, είμαι σίγουρος ότι ζηλεύουν λιγουλάκι...

Παρεμφερές των: ραμολί, πουρέιντζερ, (γερο)μπαμπαλής, μουρντάρης, μουστόγερος, Τουταγχαμών, Μαθουσάλας, παππουδέλι, παππουλούκια κ.α. πολλά

(σε ΚΑΠΗ, ανάμεσα σε ηλικιωμένους) - Πάμε για γκαϊφέ, μωρό;
- Ουναμουχαθείς, παπουρντάκι!

- Βρε το παπουρντάκι! Ξεσαλώθηκε το σάψαλο στην πλατεία και τώρα είναι να τον κλαίν' οι ρέγγες! Πέντε ράμματα έχει στην καρκάλα του...

παπουρντάκι αλλά με ένα μπαστούνι, να! (από MXΣ, 01/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
MXΣ

Αγαπητοί χρήστες, το παρών λήμμα, το καταθέτω επειδή το άκουγα από μικρός στο χωριό μου (Ν. Σερρών), ακόμα και τώρα.

Δεν υπάρχει σε λεξικό (ας φαρ ας άι νόου), μηδέ στο internet με ελληνικές αναφορές, μόνο λίγες από Τουρκία, όπως εξηγώ στον ορισμό.

Παρακαλώ, αν κάποιος άλλος, ιδίως από άλλη περιοχή της Ελλάδος το έχει ακούσει, ας μας το πεί για να καταγραφεί!

#2
Vrastaman

Γουγλάροντας την λέξη papurdak, πρώτο και καλύτερο βγαίνει το «PAPURDAK ne demek;» :Ρ

#3
MXΣ

το «ne demek» στην παρούσα μορφή σημαίνει «τι σημαίνει (papurdak);»...

#4
MXΣ

...αλλά το 'πιασα το υπονοούμενο!