Στην διάλεκτο της Bursa στην Τουρκία το papurdak σημαίνει το γεροντάκι. Οι πρόσφυγες από εκεί, τουλάχιστον σε ορισμένα μέρη της Μακεδονίας, το σλανγκο-ελληνοποίησαν σε παπουρντάκι με μοναδική ίσως σημασία τον γηραιό εκείνο άνδρα που συμπεριφέρεται σαν τζόβενο, με ολίγο από σαλιάρη. Οι κυρα-περμαθούλες και αι νίντζα αν και το χρησιμοποιούν ειρωνικά, είμαι σίγουρος ότι ζηλεύουν λιγουλάκι...
Παρεμφερές των: ραμολί, πουρέιντζερ, (γερο)μπαμπαλής, μουρντάρης, μουστόγερος, Τουταγχαμών, Μαθουσάλας, παππουδέλι, παππουλούκια κ.α. πολλά
(σε ΚΑΠΗ, ανάμεσα σε ηλικιωμένους)
- Πάμε για γκαϊφέ, μωρό;
- Ουναμουχαθείς, παπουρντάκι!
- Βρε το παπουρντάκι! Ξεσαλώθηκε το σάψαλο στην πλατεία και τώρα είναι να τον κλαίν' οι ρέγγες! Πέντε ράμματα έχει στην καρκάλα του...