Λέγεται για κάποιον που διατηρεί ολύμπια ψυχραιμία, στα όρια της μακάριας αδιαφορίας, ακόμη και στις πιο δύσκολες καταστάσεις.

Το βάλιουμ είναι ένα γνωστό, παλαιάς κοπής ηρεμιστικό, που αν και παροπλισμένο στις μέρες μας, παραμένει σύμβολο της κατηγορίας των βανζοδιαζεπινών (βλ. λ. κουμπιά), που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της αγχώδους διαταραχής (αν και τελευταία τείνουν να εκτοπιστούν από τα σεροτονινεργικά αντικαταθλιπτικά).

Τη φράση την είχε χρησιμοποιήσει η κ. Μαρίκα Μητσοτάκη, προκειμένου να αποδώσει παραστατικά (και σουρεαλιστικά) την παροιμιώδη ψυχραιμία του συζύγου της.

Συνώνυμα: δεν ιδρώνει το αυτί του, δεν μασάει τον πούτσο του, αρντάν, κ.α.

Έπρεπε να ήσουν εκεί και να τον έβλεπες με τί στωικότητα άκουγε τα εξ αμάξης από το συγκεντρωμένο πλήθος, χωρίς να βγάζει κιχ. Ήταν να τον να τον κόψεις και να τον δώσεις για βάλιουμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified