Ο εξωτερικός δακτύλιος της κλανοβαλβίδας.

Θα μπορούσε επίσης να προσδιοριστεί ως το τμήμα εκείνο του πρωκτού που επιδέχεται αποτρίχωση και πρωκτολειχία. Εν γένει πάντως χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του κώλου ή της κωλοτρυπίδας, σε εκφράσεις όπως «μού’ χει φύγει το περικλανίδιο», «θα σου σκίσω το περικλανίδιο» κ.ο.κ.

  1. Helpppp!!! Το αγορι μου θελει διαρκως να αεριζεται (να κλανει) Απ.: Η πιο γρήγορη μέθοδος εξέτασης, είναι να καθήσει γυμνός πάνω στο αλεύρι. Αν ο οπτικός έλεγχος στο αλεύρι, δείξει ανοιγμένο περικλανίδιο, τότε αμέσως στον πρωκτολόγο να εξεταστεί με κωλομπινεδισκόπιο! εδώ.
  2. ...και επίσης έσπασα τον περικλανίδιο παρθενικό οπισθοδακτύλιο του Νώντα... από τότε είναι ανοιχτός για όλους.
    (από το δίχτυ ομοίως).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified