Αυτό το ξέρω: -Μόρτικο ή πούστικο; -Και ποια είναι η διαφορά μάστορα; -Ο μόρτικος δεν έχει ζάχαρη, ο πούστικος είναι βαρύγλυκος. -Ε, μόρτικο, αλλά βαλε και λίγη πουστιά μέσα.
και Κυριελέησον.
Σπεκ!
...και εγκεφαλικό τσίου τσίου...
Παιδικό τάβλι ήταν το εβραίικο. Αλλά το έχω ξεχάσει. Απ' ό,τι θυμάμαι ο καθένας έστηνε από τρία πούλια στις τρεις πρώτες θέσεις του και από δύο στις τρεις επόμενες, αλλά μετά το χάνω. Θυμάται κανείς πώς συνεχιζόταν;
Για να επανέλθω στο λήμμα, εγώ το ήξερα γκαϊβές, κι απ' όσα έγραψε ο ειδήμων επί του θέματος Πετρόπουλος, εδώ, αυτό είναι και το σωστό.
...και την πορδή μου αποσμητικό χώρου
Νομίζω ότι προέρχεται από το παιδικό - αγορίστικο επιφώνημα «γκαγκάν-γκαγκάνννν!» που συνόδευε την επίθεση σε ομαδικά παιχνίδια κυνηγητού μετά ξύλου του στυλ «καουμπόηδες και ινδιάνοι» (αυτών των 2-3 γενεών πριν).
Γιατρέ μου βήχω και κλάνω, λες να πεθάνω;
Ανοιξιάτικος άνεμος φυσάει στο σάη.
Αναβαθμίζει την πουστοληπτική ικανότητα της χώρας ο οίκος Πριτς.
Στο παράδειγμα δεν έπρεπε να λέει «του χρηματοπουστωτικού συστήμτος»;
Για το μήδι 3 θα έλεγα: κοπάνια ψωλοκοπανάνε.
Έχει εντυπωθεί στη μνήμη μου εξώφυλλο του ΙΔΕΟΔΡΟΜΙΟΥ του Λεωνίδα Χρηστάκη, τέλη 70 αρχές 80, με τίτλο: «Έλα μουνί στον τόπο σου γιατί σε κούνησαν οι εκτρώσεις».
Μέχρι και τα μέσα των 80ζ το γεμιστάκι ήταν λίγο πολύ επιβεβλημένη τακτική, μιας και χαρτάκια γενικώς δεν υπήρχαν στην αγορά. Εναλλακτική λύση έχω ακούσει ότι ήταν τα άφιλτρα Σαντέ, για τα οποία κυκλοφορούσε η άποψη ότι είχαν το τέλειο χαρτάκι για στρίψιμο. Το αν αυτό ήταν καρατσεκαρισμένο ή αστικός μύθος με πολιτιστικές ρίζες λόγω της υπεροχής του σαντέ ως ντιζάιν και τελικά ως άποψης στους κάθε λογής dissidents της εποχής, οι πηγές μου δεν το έχουν διασταυρώσει. Ο χειροτέχνης έγλειφε το σαντεδάκι κατά μήκος της γραμμής ένωσης των δύο άκρων του τσιγαρόχαρτου σε μήκος του κυλίνδρου. Κατόπιν με μικρες δαγκωματιές με τα μπροστινά του δόντια τράχυνε τη μία άκρη του χαρτιού, για να μπορεί να κολλήσει πιο εύκολα. Στη συνέχεια, αφού πρώτα φιλόκοβε και ανακάτευε τον καπνό του τσιγάρου για να μπορεί να στριφτεί, το χαρμάνιαζε με το σταφ, τοποθετούσε την τζιβάνα κι έστριβε. Εννοείται ότι το στρίψιμο δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση, και προφανώς με σαντέ τρίφυλλο μόνον Chuck Norris μπορεί να στρίψει. Κατά την προαναφερόμενη εποχή εμφανίστηκαν οι πρώτοι καπνοί για στριφτό με εσώκλειστα τα χαρτάκια, καθώς και τα γαλάζια ρίτσλα, και μπόρεσε να προοδεύσει το εργόχειρο.
-Σκάσε!
-Και τον κώλο σου πιάσε!
-Άσ'τα!
-Τ' αρχίδια μου κλάσ'τα!
-Μαλάκα!
-Μαλάκας είσαι και φαίνεσαι.
-Κι από τον κώλο σου κρέμεσαι.
Μ' αυτή την έννοια το τιραμισουρεαλιστικό ρεφρέν:
Δυο και δυο κι άλλα δυο
Και δυο κι οχτώ δεκάξι
Πήγες να τη σακουλευτείς
Μάγκα δεν είσαι ντάξει.
Βραχιολάκης αποκαλούνταν και ο πρωθυπουργός της συγκυβέρνησης του «βρώμικου ‘89» Τζαννής Τζαννετάκης, λόγω βεβαίως του βραχιολιού που φορούσε (αλυσιδίτσα και όχι το λημματογραφούμενο), και της αποστροφής που αυτό προκαλούσε στους συντηρητικούς ψηφοφόρους του.
Το μήδι στο λινκ είναι κρυμμένο μαργαριτάρι!
Σύμφωνα με το Νεοκλή Σαρρή στο βιβλίο του Οσμανική Πραγματικότητα, στα κατά το Οσμανικό Δίκαιο γενετήσια εγκλήματα συμπεριλαμβανόταν, μαζί με το βιασμό, την πορνεία, τη μοιχεία, τη σοδομία και την προξενητεία, η συγγνώμη του απατημένου συζύγου προς τη μοιχαλίδα. Ο απατημένος όφειλε να αποπέμψει τη μοιχαλίδα, ενώ αν συγχωρούσε τη μοιχεία προσέβαλλε τα χρηστά ήθη. Το αδίκημα μάλιστα θεωρείται επιβίωση του προϊσχύοντος Βυζαντινού Δικαίου. Σε περίπτωση λοιπόν μη αποπομπής, ο κερατάς όφειλε να καταβάλει πρόστιμο που κυμαινόταν μεταξύ 30 και 300 άσπρων. Τα λεγόμενα κερατιάτικα.