Ο αργελές εις την ρεμπετικήν.

Στον τεκέ του Περδικάκη

Στον τεκέ του Περδικάκη
την μπουκάρισα βραδάκι,
λίγο για να μαστουρώσω
και τους μάγκες ν’ ανταμώσω.

Πέντε κάθονται τριγύρω
και τον μάπα φέρνουν γύρω,
δώστε μου να την τραβήξω
το μυαλό μου να ζαλίσω.

Περδικάκη γέμισέ τον
και τον μάπα φούντωσέ τον,
να κεράσω εγώ τους μάγκες
να μην κάνουν ματσαράγκες.

Πιάσε και το μπαγλαμά σου
για ν’ ακούσω την πενιά σου,
να μας παίξεις ζεϊμπεκάκι
να χορέψουμε λιγάκι.

Όχου Ρίτα μου!

Courtesy of stixoi.info

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενόψει και του χαρακτήρα του χρήματος ως ρευστού, νοείται το φρέσκο χρήμα, μόλις που το βγάλαμε από το βραστήρα ένα πράμα και το προσφέρουμε. Νοούνται βέβαια τραπεζογραμμάτια και όχι ομόλογα ή επιταγές... Αρκετές φορές τα ζεστά λεφτά θα είναι κατά τι λιγότερα απ’ όσο θα έπρεπε να είναι, πράγμα που αντισταθμίζει η ανεβασμένη θερμοκρασία τους. Η μεταφορά δεν είναι αμέτοχη και μιας υποσυνείδητης αναφοράς στο ζεστό σπέρμα.

  1. Στα αζήτητα ζεστά λεφτά του ΕΣΠΑ εδώ

  2. Στόχος όλες οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που θα γίνονται στο εξής φύλλο και φτερό προκειμένου να διαπιστωθούν πάση θυσία παραβάσεις στην προσπάθεια να εισπράξει ζεστό χρήμα το πεινασμένο κράτος Ε.Π.Ε. (Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης) εδώ

  3. Ζεστά λεφτά από Αγγλία για Παναθηναϊκό εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χασισέλαιο. Συμπυκνωμένη ρητίνη ινδικής καννάβεως σε παχύρρευστη μορφή. Ο χρήστης αφαιρεί από την αλοιφή σταγονίδια με τη βοήθεια καρφίτσας, τα οποία στη συνέχεια θερμαίνονται με αναπτήρα και η καρφίτσα σφουγγίζεται σε καπνό, ο οποίος στη συνέχεια στρίβεται με τον κλασικό τρόπο. Εναλλακτικά στο τσιγαρόχαρτο, αλλά αυτό έχει απώλειες. Βρώμικο προϊόν, αλλά συνήθως καλής ποιότητας.

- Φιλαράκι, έχω ένα λάδι από το Αφγανιστάν.
- Ωραία, θα φέρω κι εγώ τη φούντα την καλαματιανή να κάνουμε σαλάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετέρα ονομασία για την τίκρα, άλλως κυψελίδα, άλλως κερί των ώτων, που φέρνει περισσότερο σε μια ζαχαροπλαστική πρόσληψη του εκκρίματος.

- Τον είδες ρε συ; Έβγαλε έναν βόλο παστελάδα απ’ το αφτί του και τον κατάπιε σαν καραμέλα! - Μπλιαχ!

Βιολογική παστελάδα (από Vrastaman, 25/07/12)

Αυτιά και λοιπές πάστες: μαρμελάδα, γράσο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που παγίως χρησιμοποιείται αρνητικά, ή ερωτηματικά και εις τον μέλλοντα, για να χαρακτηρίσει την ιδιόμορφη πολιτειακή κατάσταση της χώρας μας, ως χώρας που δεν πρόκειται ποτέ να γίνει κράτος.

Πρωτίστως εκφέρεται ως διαπίστωση μετά από παρατήρηση ή σχολιασμό της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, του φορολογικού συστήματος, της χωροταξικής πολιτικής και κάθε παταγώδους έκφρασης της ανικανότητας και αναποτελεσματικότητας του κρατικού μηχανισμού, ο οποίος, μέσα την πάγια δυσλειτουργία του, επιβεβαιώνει προς τους πολίτες του ότι δεν πληροί τα ποιοτικά χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου κράτους, όπως το επαγγέλλονται οι πολιτικοί του ή όπως το διεκδικούν οι πολίτες του. Περιγράφει τελικά μια νεοελληνική ου-τοπία, αυτό που δεν είμαστε και που δεν πρόκειται ποτέ να γίνουμε. Διατυπώνεται επίσης ως ρητορική ερώτηση: «πότε θα γίνουμε κράτος;», που εξυπονοεί - προκαλεί την απάντηση «ποτέ».

Ενίοτε κρίνεται κατάλληλη και για Βαλκάνιους γείτονες.

Μπορεί παραπέρα να χρησιμοποιηθεί, καταχρηστικά, ως σχόλιο για κάθε ανεπάρκεια, μειονεξία, αστοχία, σφάλμα, που πυροδοτεί τα νεοελληνικά συμπλέγματα κατωτερότητας, ή, σε σπάνιες περιπτώσεις (όταν εκφέρεται με το εσείς αντί για το εμείς), ανωτερότητας απέναντι στους γείτονες.

Ενδιαφέρον είναι ότι για την απόδοση του «etat, state, Staat» (=[καθ]εστώς) στα ελληνικά επιλέχθηκε η ρίζα «κρατ-» (δύναμη, ισχύς, Pouvoir, Power, Macht). Αλλά και το συνώνυμο (;) «πολιτεία», κατά πολύ εγγύτερο στην αρχαιοελληνική και δημοκρατική αντίληψη.

Δεν θα γίνουμε κράτος ποτέ-Δεν πάνε οι υπάλληλοι στο Σουφλί και μεταφέρουν την υπηρεσία!!! εδώ

Αστε,εμεις δεν θα γινουμε κρατος ουτε στην δευτερα παρουσια.
εδώ)

Αν πραγματι ισχυσει αυτη η διαταξη τοτε πραγματι ειμαστε για κλαμματα. Στο 2011 να ταλαιπωρουν συνταξιουχους η συγγενεις για να αποδειχθει οτι ο συνταξιουχος πραγματι ζει το θεωρω λιαν επιεικως απαραδεκτο. Μια ακομα αποδειξη οτι αυτοι που τοποθετουνται σε θεσεις για να λυνουν προβληματα του κοσμου ειναι ανεπαρκεις. Δυστυχως δε θα γινουμε κρατος ποτε.
εδώ

Και αν ποτε γινουμε κρατος να με χ@@@εις....
εδώ

Ως προς τους Βαλκάνιους γείτονες ο λημματογράφος το έχει ακούσει από κάτοχο yugo, κάθε φορά που το σαραβαλάκι του έσβηνε κι αρνιόταν να πάρει μπρος: «Α ρε πούστηδες Σέρβοι, δε θα γίνετε κράτος εσείς!» (!!!).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Επιδίδομαι σε λούφα, τεμπελιάζω εν ώρα εργασίας φροντίζοντας να μη δίνω στόχο, εξαφανίζομαι την κατάλληλη στιγμή και αφήνω τους συναδέλφους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Αρμόζει ιδιαίτερα στις στρατιωτικές και στις δημόσιες υπηρεσίες.

  2. (μτβ.) Κλέβω, με ιδιαίτερη έμφαση στο λαθραίο της ενέργειας, υφαρπάσσω.

  3. Αποφεύγω την πληρωμή μιας οφειλής ή την εκπλήρωση μιας υποχρέωσης.

  4. Περνάω, μεταφέρω, διεκπεραιώνω λαθραία.

  1. Εχω το προβλημα μου και εχω τους αναλγητους απο την υπηρεσια να με τρεχουν λες παω να λουφαρω με ψευτικο προβλημα
    εδώ

  2. μπήκα άοπλος
    στα πράσινα ντυμένος
    στο να λουφάρω άριστα εκπαιδευμένος
    πρωί πρωί
    και αγουροξυπνημένος
    να με τρέχει ένας καριόλης
    μόνιμα πορωμένος
    ένα-δύο
    ένα-δύο
    ένα-δυο.
    εδώ

  3. Ωραίο τασάκι, από το σταθμό το λούφαρες;

  4. ...free pass και σημερα στην Εγνατια....αν και η εταιρια ανακοινωσε για σημερα 18/10, γκραντ οπενινγκ με διφραγκο το περασμα,δεν υπηρχε θεμα...ανοιχτα....
    ..οσο ειναι ανοιχτα εγω, λουφαρω 8 ευρω την εβδομαδα,426 ευρω τον χρονο...παντα για προορισμο Κομοτηνη - Θεσ/νικη,ελα - πανε.....δεν θα πω μην σωσουνε να τα ανοιξουνε,γιατι θελουμε τον αυτοκινητοδρομο παντα ανοιχτο και καλυτερο.........και βεβαια να τα σκανε και ολοι οι διπλανοι μας,που στηριζουνε το εμποριο τους και στην Εγνατια....................
    εδώ

  5. Στο στρατοπεδο που με στειλανε (εβρο) δυστυχως δεν μπορεσα να γλιτωσω τον πρωτο μηνα στην εκπαιδευση του οπλιτη με τιποτα, απλως κοιτουσα να λουφαρω το κρανος. Μετα απο αυτο εκανα μια σκηνη οτι εχουν παθει τα νευρα μου επειδη χανω μαλλια και ζητησα να δω δερματολογο που ηξερα πως δεν ειχε η μοναδα. Με εστειλαν σε κεντρικο νοσοκομειο οπου μοστραρα παλι ολα τα χαρτια και ο τυπος (ταγματαρχης νομιζω, ιατρος φυσικα) μου δινει ελευθερο για 1 μηνα.
    εδώ

  6. Οι τράπεζες της Ευρώπης… λουφάρουν αποταμιεύοντας
    εδώ

  7. Έλεγα να λουφάρω κι εγώ την περιουσία μου στο εξωτερικό, αλλά οι ελβετικές τράπεζες δε δέχονται καταθέσεις σε μεγαλοφυΐα και ψυχικό πλούτο.
    εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψυχρός στο πνεύμα, το μυαλό, την ψυχή, το αίσθημα και τον έρωτα, αναίσθητος, ανίκανος να συγκινηθεί, πολύ κρύος μιλάμε, ακόμη και στο πιο θερμό σημείο του ανθρωπίνου σώματος: τον κώλο. Ξενέρωτος και με ολέθρια αίσθηση του χιούμορ, ξινός, ιδανικός στο να χαλάει την παρέα.

Χρησιμοποιείται επίσης και ως ρατσιστικός χαρακτηρισμός των βορείων εταίρων μας, που επεξηγεί το πολιτιστικό χάσμα και εντοπίζει την ειδοποιό διαφορά μεταξύ μας όχι στο μορφωτικό επίπεδο, το κοινωνικό κράτος, τον πλούτο, την οργάνωση της κοινωνίας κλπ. κλπ., αλλά στην ψυχική και ερωτική θέρμη, την οποία εμείς μεν διαθέτουμε σε περίσσεια, αυτοί δε στερούνται.

  1. -Κι αυτό νονέ είναι το δικό σου δώρο! -Α! Χμμ.. ευχαριστώ…
    (Η μαμά ψυθιριστά:)
    -Πες καμιά καλή κουβέντα στο παιδάκι ρε κρυόκωλε, δυο ώρες παιδευόταν για να σου το φτιάξει!

  2. (Σπουδαστής εξ Εσπερίας σε διακοπές:)
    -Δε γυρνάω σπίτι απόψε! Έχω πήξει εκεί πάνω, από τις έξι το απόγευμα όλοι οι κρυόκωλοι κλείνονται στα σπίτια τους.

  3. Περσινά ξινά σταφύλια με ελάχιστες δόσεις ταλέντου στην πρεμιέρα του Greek Idol. Κιτς ντύσιμο Ρούλας Κορομηλά, κρυόκωλοι κριτές και βίντεο από την εκπομπή. εδώ

  4. Όχι παιδιά στις ψόφιες, όχι και στους κρυόκωλους
    Όχι παιδιά στις ψόφιες,
    όχι στους σοβαρούς
    (Λουκιανός Κηλαηδόνης, Ο ύμνος των μαύρων σκυλιών)

Στο 3.15. (από Khan, 05/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για όποιον πάει φιρί φιρί γυρεύοντας, συμπεριφέρεται παράτολμα και / ή απερίσκεπτα, με αποτέλεσμα να την πατήσει τελικά. Το πάθημά του είναι δικαιολογημένο γιατί δεν πρόσεχε, και προκάλεσε μόνος την κακοτυχία του.

Η έκφραση απηχεί επίσης την κρατούσα στην ουαχαβιτική εκδοχή του δικαίου της σαρία και υποφώσκουσα στο δυτικό ποινικό δίκαιο άποψη, κατά την οποία η υπαιτιότητα στο έγκλημα του βιασμού επιρρίπτεται πρωτίστως στο θύμα, με την αιτιολογία ότι αυτό προκάλεσε το δράστη.

Πιο εμφατική σύνταξη: τα θέλει και σένα ο κώλος σου.

  1. - Όχι ρε πούστη μου! Μου πήρανε τις πινακίδες τα μουνιά! - Ε, τα’θελε κι εσένα ο κώλος σου. Πάνω στη ράμπα βρήκες να παρκάρεις και φωνάζεις κι από πάνω;

  2. - Κατηγορείσαι ότι βίασες τη θεία σου. Τι έχεις να απολογηθείς; - Τα’θελε κι αυτηνής ο κώλος της κύριε Πρόεδρε, είναι μεγάλη ανάφτρα!
    - Ε, τότε να σε παντρέψουμε να της ρίχνεις και κανα χεράκι ξύλο, μήπως και συμμορφωθεί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για να υπερασπιστούμε μια συμπεριφορά μας απρεπή, λάθος, αντιδεοντολογική, απαράδεκτη, ανάρμοστη, επιρρίπτοντας μέρος της ευθύνης μας και σ’ εκείνον που την υφίσταται. Εκείνος άρχισε, ή μας προκάλεσε, ή μας έφερε στη δυσάρεστη θέση, ή βρέθηκε εκεί που δεν έπρεπε, ή είμαστε αναγκασμένοι να το κάνουμε ενώ ο άλλος μπορεί να μας αποφύγει κλπ. κλπ.

Τελικά αποδεχόμαστε μεν το λάθος μας, κατά το ήμισυ όμως, ενώ κατά το έτερον ήμισυ φταίει ο άλλος, οπότε πατσίζουμε. Έτσι και δε χρειάζεται να δικαιολογούμε τ’ αδικαιολόγητα (να επιμένουμε ότι είμαστε σωστοί ενώ δεν είμαστε), και δε χρωστάμε σε κανέναν.

  1. - Κι αφού έχω βγάλει μια κουράδα βδέλλα διαπιστώνω ότι δεν υπάρχει κωλόχαρτο. Ε, τι να κάνω μετά; Πήρα ό,τι μπορούσα με το χέρι και το σκούπισα στον τοίχο. - Μα είσαι τελείως σίχαμα ρε πούστη μου! - Και τι να’κανα δηλαδή; Εγώ φταίω που δεν είχαν ένα κωλόχαρτο στην τουαλέτα; Μισή ντροπή δική μου μισή ντροπή δική τους.

  2. - Πελαγία, κράτα την πετσέτα να βγάλω το μαγιό.
    - Μα Περικλή μου, μας βλέπει όλη η παραλία! - Αν θέλουνε να βλέπουν, μισή ντροπή δική μου μισή ντροπή δική τους.

  3. - Μας έχουνε φάει τ’ αφτιά ότι κακώς μπήκαμε στην ΟΝΕ και τους γελάσαμε με τα γκρικ στατίστικς. Και καλά, εμείς είμαστε οι πονηροί, η Γιούροστατ τόσο βλάκες είναι; Αυτοί κάνανε τα στραβά μάτια γιατί μας ήθελαν. Μισή ντροπή δική μας μισή ντροπή δική τους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δόση κόκας ή ετέρας εισπνεομένης ναρκωτικής σκόνης, επιμελώς τεμαχισμένη με ξυραφάκι, σουγιαδάκι ή πιστωτική κάρτα και ευθυγραμμισμένη, επί καθρέπτου ή άλλης λείας επιφανείας, έτοιμη προς εισπνοή δια κολλαριστού χαρτονομίσματος ή ειδικού καλάμου, το ένα άκρο του οποίου τοποθετείται εις τον ρώθωνα και το άλλο σύρεται επί της κόνεως, ενώ ο χρήστης παίρνει βαθιά εισπνοή, αποφράσσοντας ταυτοχρόνως δια του δακτύλου τον έτερο ρώθωνα. Συνεκδοχικά η δόση σκέτο.

- Άντε, θα φύγουμε; Περιμένουν τα κορίτσια. - Κάτσε να πιούμε καμιά γραμμή ακόμα και φύγαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified