Αποτελεί χαρακτηριστική απόδοση στις περιοχές της δυτικής Μακεδονίας της λέξης σκατό, απέκκριμα, κουράδα, περίττωμα και όλα τα σχετικά. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί με πολλούς τρόπους, από απλή αναφορά στο παραγόμενο προϊόν της ανθρώπινης και ζωικής πέψης, έως επισήμανση του μεγάλου βαθμού αηδίας που χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο / ζώο / φυτό / πράγμα.

  1. - Τι έκανες τόση ώρα στο μπάνιο ρε;
    - Έβγαλα ένα γκουμπλάρι τεράστιο, μη μπεις μέσα, θα βρωμάει μέχρι αύριο.

  2. - Ο μουσακάς είχε πάνω από μήνα μέσα στο ψυγείο, αλλά τον έφαγα έτσι κι αλλιώς.
    - Τι έκανες ρε, γκουμπλάρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

χα, καμπάκ μετά από 3 χρόνια άσωτε; ξανακαλώστο, δεμπορώ να μην χαιρετήσω μια κουράδα!

#2
awakened

χεχε συνταρακτικη επιστροφη, απλα εμαθα κατι που δεν ηταν καταζωρημενο και το προσθεσα ;-)

#3
jesus

ετυμολογία;

#4
patsis

Από το γκουμπλάι-χαν.

(έλα τώρα, μην γκομπλάρεις να πούμε, οι δυο μας είμαστε...)

#5
jesus

το σκέφτηκα κ γω, είπα να το γκουμπλάρω κι όλας, αλλά μετά βαρέθηκα.

#6
Galadriel

Πουλάκια μου, σας πέτυχα, γκουμπλέξατε μεταξύ σας πάλι και η μυρωδιά του καμένου κάρβουνου σκέπασε τη σκατίλα του ορισμού.