Έχω λαρυγγίτιδα, αλλά και γενικά ένα έντονο αίσθημα πνιγμού, συνήθως μαζί με βράχνιασμα κρυολογήματος.

Σε ευρεία χρήση στα Χανιά Κρήτης.

Προέρχεται από το ιταλικό crup που σημαίνει διφθερική λαρυγγίτιδα.

- Τι έχεις;
- Γιατρέ μου, γκρούβομαι, γκρούβομαι!

Γκρούψιμο (από nikolaosvlas, 21/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

Προέρχεται από το ιταλικό crup που σημαίνει διφθερική λαρυγκίτιδα. ;;;;;;;;;

#2
vikar

Στα ισπανικά τουλάχιστον έτσι φαίνεται...

#3
vikar

Καλό πάντως. Εγώ αυτό το λέω με γαργαλάει ο λαιμός.

#4
Galadriel

Και στα αγγλικά η λαρυγγίτιδα croup λέγεται. Χαρακτηριστικός ο βήχας που μοιάζει με γαύγισμα, όξω από τα σπίτια μας. Εγώ βίκαρ το λέω με ξύνει ο λαιμός. Ή με τρώει ο λαιμός γιατί εδώ που τα λέμε πώς να με ξύσει ο λαιμός μου έχει χέρια, έχει; Όχι βέβαια. (χα) (χα) (χα)

#5
MXΣ

Μπορεί να παίζει και ως γείωση...

- Με γαργαλάει ο λαιμός μου...
- Να στον ξύσω;
- Πως;
- ....

#6
iron

#7
jesus

εγώ από φίλη μου από ρέθυμνο το θυμάμαι «κρούβομαι», με την γενικότερη έννοια του ασφυκτιώ. αλλά έτσι είναι πιο γκρούβυ.

#8
iron

μφφφ εσύ με τις φίλες σου.

#9
MXΣ

#10
jesus

αφού δε μου γνωρίζετε τις δικιές σας...

#11
iron

το θες, ε;

#12
jesus

εσύ τις δικές μου τις ξέρεις πάντως

#13
Galadriel

Κι αυτό το χεις ανεβάσει αθεόφοβη, έπρεπε να το είχα δοκθεί ότι πίνς μόνο ντιβάρζ...

#14
aias.ath

Τὸ γκρούβ(γ)ομαι σημαίνει στὴν κρητικὴ διάλεκτο ἁπλῶς πνίγομαι. Τὸ πνίξιμο λέγεται γκρούψιμο, ἀλλὰ καὶ γκρούψη. Τὰ αἴτια τοῦ γκρουψίματος μπορεῖ νὰ εἶναι ἄστοχη κατάποσις στερεῶν, ὑγρῶν, ἀλλὰ καὶ περίσφυξις τοῦ λαιμοῦ, ὄχι ὅμως περίσεια ὑγρῶν ποὺ περιβάλλει τὸν γκρουβόμενο, πχ θάλασσα, πηγάδι κλπ. Δὲν μπορεῖ νὰ λεχθῇ πχ ὅτι κολυμποῦσε φαγωμένος καὶ γκρούφτηκε. Αὐτὸ λέγεται πνίγηκε.

#15
iron

μήπως αυτό όντως είναι ηχομιμητικό; (γκρουβ!, κάπως έτσι δεν κάνω ρευόμενος προτού πνιγώ;)