Άρβαλος και αρβαλίδι: Στα Σφακιά έχει τη σημασία του θορύβου.

Ίσως από το μτγν. άρβηλο (από το δωρικό τύπο άρβαλος) που είναι το ξέστρο (ξυστρί) δερμάτων. Πβ. το κρητικό όνομα Αρβαλάκης. Η δημιουργία της λέξης προφανώς προήλθε από το θόρυβο που γίνεται με το ξύσιμο των δερμάτων.

Αυτά από το Λεξικό του Δυτικοκρητικού Ιδιώματος του Α. Ξανθινάκη.

Άμε να διώξεις τα κοπέλια γιατί κάνουνε μεγάλο άρβαλο.

Άρβαλος επί το έργον (από nikolaosvlas, 09/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified