Μπόνος (αγγλιστί Boner): ο ερεθισμός του πέους καθώς και της κλειτορίδας.
Συνηθέστερα χρησιμοποιείται στους άνδρες για τον ερεθισμό ή στην θέα μιας θεογκόμενας που μόλις πέρασε από μπροστά τους.
Πωωωω μουνάρα, φίλε μου 'ρθε μπόνος.
Επίσης μπορεί να αντικατασταθεί με τη λέξη «πόνος» στην γνωστή φράση: δώσε πόνο! ('Δώσε μπόνο'').
6 comments
pargas
Σημείωση: αυτη η λέξη μπορει να χρησιμοποιηθεί ελεύθερα σε όλους τους χώρους καθώς δεν ειναι ακομα διαδεδωμένη!
Galadriel
Ουψ, αυτό κι αν είναι έκπληξη, νόμιζα ότι ανεβάζεις μόνο σύνθετες λέξεις.
HODJAS
Μπρος στο Γκάλη, τί 'ναι ο Μπόνος;
MXΣ
O πόνος στα μπαοκτήδικα;
Vrastaman
Δώσε μπόνο!
GATZMAN
Κι αυτή σύνθετη είναι... χεχ (εκ των μπον+όνος...)