Μπόνος (αγγλιστί Boner): ο ερεθισμός του πέους καθώς και της κλειτορίδας.

Συνηθέστερα χρησιμοποιείται στους άνδρες για τον ερεθισμό ή στην θέα μιας θεογκόμενας που μόλις πέρασε από μπροστά τους.

Πωωωω μουνάρα, φίλε μου 'ρθε μπόνος.

Επίσης μπορεί να αντικατασταθεί με τη λέξη «πόνος» στην γνωστή φράση: δώσε πόνο! ('Δώσε μπόνο'').

(από allivegp, 14/10/11)Χιμπατζήδες Bonobo, οι πιο σεξουαλικά δραστήριοι στο ζωικό βασίλειο (από Vrastaman, 17/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
pargas

Σημείωση: αυτη η λέξη μπορει να χρησιμοποιηθεί ελεύθερα σε όλους τους χώρους καθώς δεν ειναι ακομα διαδεδωμένη!

#2
Galadriel

Ουψ, αυτό κι αν είναι έκπληξη, νόμιζα ότι ανεβάζεις μόνο σύνθετες λέξεις.

#3
HODJAS

Μπρος στο Γκάλη, τί 'ναι ο Μπόνος;

#4
MXΣ

O πόνος στα μπαοκτήδικα;

#5
Vrastaman

#6
GATZMAN

Κι αυτή σύνθετη είναι... χεχ (εκ των μπον+όνος...)