Λάφρας, ο / λάφρα, η / λαφρύ, το. Ουσιαστικοποιημένο επίθετο που χαρακτηρίζει τον εκ γενετής ηλίθιο, τον εκ πεποιθήσεως ηλίθιο ή τον χαζοχαρούμενο... Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κάποιον ο οποίος δεν έχει υψηλό αίσθημα ευθύνης για μια δουλειά, σχέση, κατάσταση...

Προέρχεται από το ελαφρύς -> λαφρύς -> λάφρας.

  1. Μα τί λάφρας είναι αυτός, δεν μπορείς να βγάλεις άκρη και να θες..

  2. Δε θα συνεργαστώ με τον Πάνο, γιατί μεγαλύτερος λάφρας δεν υπάρχει, και πάλι σε μένα θα τα ρίξουνε..

  3. - Ποιος είναι αυτός; - Ποιόνα λες ;
    - Α εκείνον πού 'ρχεται..
    - Έλα ρε... ο Τάκης, ο λάφρας του χωριού...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Vrastaman

Τοπικός ιδιωματισμός - από ποια περιοχή;

#2
Παπαντώνης

Παίρνοντας λαβή από το σχόλιο του Βράστα, θέλω να πω οτι και σε άλλες περιπτώσεις έχει τύχει να μας λένε μια τοποθεσία πολύ συγκεκριμένη, χωρίς να αναφέρεται η ευρύτερη περιοχή, με αποτέλεσμα να υπάρχει δυσκολία στην προσπάθεια γεωγραφικού προσδιορισμού αυτής.