Σαβουρώνω, χλαπακιάζω, κατεβάζω γατοκέφαλα προκειμένου να μού φύγει η κλημαντήρα, δηλαδή η λιγούρα.

Τοπικός ιδιωματισμός της ορεινής Αρκαδίας άγνωστης ετυμολογίας.

- Ο αντιπρόεδρος ντερλίκωσε μια ολόκληρη γουρνοπούλα στο καθισιό του κι ακόμα να ξεκλημαντηριάσει!

Got a better definition? Add it!

Published

#1
Vrastaman

Αναφέρεται στο γλωσσάρι του εξαιρετικού δοκιμίου της Δήμητρας Αγγελοπούλου «Δημητσάνα: Λαογραφώντας τη μνήμη».