Συμπεριφέρομαι ως τοιούτος (γαλλοπρεπώς τοιουτιέν), δηλαδή ως γκέι, αδερφοφέρνω, πουστοφέρνω.

Πάσα: Γκάτζμαν.

  1. - Το προσέξατε κι εσείς ότι ο σερβιτόρος τοιουτίζει λιγάκι; Ο τρόπος που κρατάει τον δίσκο είναι κάπως.

  2. - Αυτό το ψεύδισμα τον κάνει λίγο να τοιουτίζει.

Got a better definition? Add it!

Published

#1
Vrastaman

Επίσης, τιττυβίζω χαρούμενα (τοιουίτερ).