(Επάγγελμα) Αυτός που εξειδικεύεται στο να φτιάχνει, διορθώνει παπούτσια, τακούνια και γενικά υποδήματα.

(Άνθρωπος) Αυτός που πηγαίνει με μπότες.

(Επαγγελμα) Πήγα στον τσαγκάρι τα παπούτσια μου να μου φτιάξει το τακούνι

(Άνθρωπος) Είδες ο Γιώργος με ποια πήγε; Καλά, μεγάλος τσαγκάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Vrastaman

...με; Τσόκαρα; Γαλότσες;

#2
gallaki

με Μπότα (γυν)

#3
Galadriel

Το βαλαμέτε στον ορισμό, σας επρολάβαμετε :P