Σε ναυτική χρήση, η μεταφορικά, από το αγγλικό ρήμα to trim, ελαττώνω την επιφάνεια του ιστίου, του πανιού, πιάνω μούδες, μουδάρω.
Δυνάμωσε ο αέρας και τριμάραμε λίγο το πανί (πιάσαμε μούδες).
Σε ναυτική χρήση, η μεταφορικά, από το αγγλικό ρήμα to trim, ελαττώνω την επιφάνεια του ιστίου, του πανιού, πιάνω μούδες, μουδάρω.
Δυνάμωσε ο αέρας και τριμάραμε λίγο το πανί (πιάσαμε μούδες).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
2 comments
gaidouragathos
Νομίζω οτι δικαιούται το λημματίξ ενα λινκάκι με την αμπασομούδα που μ' είχε πολύ εντυπωσιάσει στα νιάτα μου...
iron
για προσθήκη ορισμού, υπόψιν ότι το έχει δώσει ο Γκατς στην (σημερινή) σελ. 2 του ΔΠ, λέγοντας τα εξής:
Ρυθμίζω (π.χ:τη χωρητικότητα C ενός μεταβλητού πυκνωτή) , ισοσταθμίζω (π.χ: το πανί του καικιού), ψαλιδίζω (π.χ: το μισθό) . Εκ της αγγλικής λέξης trim.