Σε ναυτική χρήση, η μεταφορικά, από το αγγλικό ρήμα to trim, ελαττώνω την επιφάνεια του ιστίου, του πανιού, πιάνω μούδες, μουδάρω.
Δυνάμωσε ο αέρας και τριμάραμε λίγο το πανί (πιάσαμε μούδες).
Σε ναυτική χρήση, η μεταφορικά, από το αγγλικό ρήμα to trim, ελαττώνω την επιφάνεια του ιστίου, του πανιού, πιάνω μούδες, μουδάρω.
Δυνάμωσε ο αέρας και τριμάραμε λίγο το πανί (πιάσαμε μούδες).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εκτός από τον ναυτικό ορισμό ("φερμάρω τα πανιά"), υπάρχει και ο τριχοφοβικός: σενιάρω το μούσι, το μουστάκι, το μπικίνι και τα λοιπά τριχωτά του σώματος δια ψαλιδισμάτων ή χρήσης ηλεκτρικής μηχανής.
- Φρόντισε να έχεις κλαδέψει το θάμνο σου, γιατί – να το ξέρεις – ένα καλό τριμάρισμα μεγεθύνει τα προσόντα σου. Φυσικά να μυρίζεις και ωραία και όχι σαν χαλασμένα μανιτάρια (ίου) (εδώ)
- Πώς να τριμάρετε τα γένια σας (εκεί)
- Σε τι σχήμα τριμάρεις τις τρίχες του αιδοίου σου; (παραπέρα)
Εξ του αγγλικλάνικου trim.
Από το πάλαι ποτέ Δημόσιο Πρόχειρο: Gatzman.
Got a better definition? Add it!