Γεμίζω το στόμα μου με νερό και ραντίζω κάτι για να το υγράνω ελαφρά.

Το αναφέρει κάπου ο Πετρόπουλος, και ο Λουντέμης στο Παιδί που «τα μέτραγε τ' άστρα» γράφει, μιλώντας για στριφτό τσιγάρο τα εξής : «Το 'κοβες απ' το χωράφι, μπρέ παιδί, το κρέμαγες κι ερχότανε και γινότανε κίτρινο σα φλουρί. Το 'παιρνες ύστερα, γέμιζες το στόμα σου νερό, το μπούχιζες, και καθόσουνα σταυροπόδι και το 'κοβες γλυκά-γλυκά, κι ύστερα τ΄άναβες και μοσκοβόλαε η κάμαρή σου σαν εκκλησιά».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
deinosavros

Με μιά μικρή καθυσττέρηση να επισημάνω οτι το λήμμα είχε αναρτηθεί στο ΔΠ από την Galadriel.