Πετατζής (ο), παράγωγο του ρήματος «πετάω» ο αντίστοιχος γαμιάς, όμως της νέας δεκαετίας. Εκείνος που «στον πετάει» (ή στα πετάει) και φεύγει. Ο αντίστοιχος θηλυκός όρος (πετατζού) θεωρείται αδόκιμος, καθώς υπάρχουν πολλοί περαιτέρω ταυτόσημοι ορισμοί (πουτάνα, καριόλα, ψωλαρπάχτρα). Ο σημερινός πετατζής δεν είναι αναγκαίο να έχει οποιοδήποτε επιπλέον προσόν, απλά να σπέρνει και να φεύγει, συνήθως το επόμενο τρίωρο μετά την τελευταία ερωτική επαφή.

- Τον έχασα χτες τον Κώστα στο μπαρ.
- Ναι ρε, είχε πάει και την έπεφτε σε μια ξανθόλα.
- Και; Έπαιξε τίποτα;
- Εννοείται ρε, αφού είναι μεγάλος πετατζής ο τύπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified