Πετατζής (ο), παράγωγο του ρήματος «πετάω» ο αντίστοιχος γαμιάς, όμως της νέας δεκαετίας. Εκείνος που «στον πετάει» (ή στα πετάει) και φεύγει. Ο αντίστοιχος θηλυκός όρος (πετατζού) θεωρείται αδόκιμος, καθώς υπάρχουν πολλοί περαιτέρω ταυτόσημοι ορισμοί (πουτάνα, καριόλα, ψωλαρπάχτρα). Ο σημερινός πετατζής δεν είναι αναγκαίο να έχει οποιοδήποτε επιπλέον προσόν, απλά να σπέρνει και να φεύγει, συνήθως το επόμενο τρίωρο μετά την τελευταία ερωτική επαφή.

- Τον έχασα χτες τον Κώστα στο μπαρ.
- Ναι ρε, είχε πάει και την έπεφτε σε μια ξανθόλα.
- Και; Έπαιξε τίποτα;
- Εννοείται ρε, αφού είναι μεγάλος πετατζής ο τύπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ξανθόλα (η), σύνθετη λέξη από το ξανθιά (ξανθ-) και το όλος (ολ-). Σημαίνει η ξανθιά παρτόλα. Διάκριση ως προς το φυσικό του χρώματος του μαλλιού δεν τίθεται, καθώς όταν κάποιος συνευρίσκεται μαζί της είναι το τελευταίο πράγμα που τον νοιάζει. Εφόσον η ειδοποιός διαφορά χαθεί (το ξανθό μαλλί), η κοπελιά χάνει και την ιδιότητά της ως «ξανθόλας« και επιστρέφει ως παρτόλα. Συνήθως αναφερόμαστε με τον όρο αυτό όταν υπάρχει στο πεδίο βολής ένα ξανθό καυλάκι.

- Ρε ο Γιάννης πήγε χτες με τη φίλη της Χρύσας.
- Τι, ξανθιά;
- Ναι ρε.
- Ρε πάει καλά; Αυτή είναι μεγάλη ξανθόλα! Προφυλάξεις πήρε τουλάχιστον;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified