Πουτανιάρης, πουτάνα, πονηρός.

Από την εταίρα Λαΐδα.

  1. Πού είσαι μωρή λάγια, χάθηκες. Έπεσε δουλειά στο πρατήριο;

  2. Δεν τ' αφήνεις αυτά, παλιολάγια;

Μάγια Με... λάγια. Παλιά δόξα! (από GATZMAN, 23/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
allivegp

Νομίζω ότι είναι ομηρικό, π.χ. λάγια Κίρκη αν θυμάμαι καλά.

#2
Khan

Κατ' αρχήν, ωραίο λήμμα!

Για την ετυμολογία έχω επιφυλάξεις, χωρίς να ξέρω κάτι παραπάνω.

Το επώνυμο Λάγιος είναι σύνηθες και εδώ βρίσκω «Λάγιος- Από το δημ. λάγιος, ονομασία προβάτων που έχουν μαύρο χρώμα,πρβλ. λαγιαρνί, <δάνειο από τα βλάχικα».

Άλλος κανείς καμιά άποψη;

#3
Khan

Μήπως λάγιος= το μαύρο πρόβατο; (Λέμε τώρα...)

#4
gaidouragathos

Μηπως η Κίρκη ήταν αφρικάνα;
Μήπως είναι σύντμηση του λαμόγια,;

Μήπως πρέπει να φύγω πριν καώ;

#5
GATZMAN

@ Khan
Την ίδια σκέψη κάναμε

#6
MXΣ

Λάια (ή και Λάγια) ονομαζόταν και η Ιοκάστη (ή Επικάστη), κόρη του Μενοικέα από τον σύζυγο της Λάιο τον Λάμβακο (κατά το Παναγιώταινα). Μετά κάνανε τον Οιδίποδα που τους γάμησε την μάνα και πιθανόν να της βγήκε τ'όνομα από εκεί.

#7
GATZMAN

Και για να αποφύγει την κατακραυγή η ερμη Λάγια (Ιοκάστη), ταξίδεψε μέχρι τη βόρεια Ελλάδα και την άραξε σε ένα μικρό χωριό που ονομάστηκε Λαγυνά

#8
MXΣ

ήταν μια λαγάνα αυτή...

#9
knasos

Προσυπογράφω τα λεγόμενα του γκατζ μιας και τυχαίνει να κρατάει από εκεί η σκούφια μου.