Πουτανιάρης, πουτάνα, πονηρός.
Από την εταίρα Λαΐδα.
Πού είσαι μωρή λάγια, χάθηκες. Έπεσε δουλειά στο πρατήριο;
Δεν τ' αφήνεις αυτά, παλιολάγια;
Πουτανιάρης, πουτάνα, πονηρός.
Από την εταίρα Λαΐδα.
Πού είσαι μωρή λάγια, χάθηκες. Έπεσε δουλειά στο πρατήριο;
Δεν τ' αφήνεις αυτά, παλιολάγια;
Got a better definition? Add it!
Τα υπόλοιπα, ό,τι έχει μείνει, τα ψιλά (σε χρήμα).
Εσύ πάρε τα λιμά.
Got a better definition? Add it!
Ο δαγκανιάρης, αυτός που δαγκώνει, αυτός που σε κλέβει χωρίς να το καταλάβεις.
Και μάγκας και δάνγκας.
Δες και δαγκώνω κάποιον
Got a better definition? Add it!