Πουτανιάρης, πουτάνα, πονηρός.

Από την εταίρα Λαΐδα.

  1. Πού είσαι μωρή λάγια, χάθηκες. Έπεσε δουλειά στο πρατήριο;

  2. Δεν τ' αφήνεις αυτά, παλιολάγια;

Μάγια Με... λάγια. Παλιά δόξα! (από GATZMAN, 23/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified