Συγκριτικός βαθμός του (ουσ.) σανό, το, ήτοι η γνωστή αγελαδοτροφή.
Χρησιμοποιείται στη φράση: Άντε, και σανότερα (και εις ανώτερα)
- Φέτος λόγω 5ετίας, πήρα προαγωγή σε ανθυποτίποτα...
- Και σανότερα!
Συγκριτικός βαθμός του (ουσ.) σανό, το, ήτοι η γνωστή αγελαδοτροφή.
Χρησιμοποιείται στη φράση: Άντε, και σανότερα (και εις ανώτερα)
- Φέτος λόγω 5ετίας, πήρα προαγωγή σε ανθυποτίποτα...
- Και σανότερα!
Got a better definition? Add it!
0 comments