Πολύ ευχάριστη κατάσταση για κάποια γυναίκα, η οποία φτάνει στον οργασμό και εκκρίνει μεγάλες ποσότητες κολπικού υγρού.

Χτες ο Αντώνης με έκανε και είδα τον ουρανό με τα άστρα. Κάναμε επί μία ωρα ασταμάτητα σεξ και στο τέλος με κατάφερε και έχυσα ποτάμια!

βλ. και στάζω, αλλά και μουνόγαλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Galadriel

Παρόλο που μαθαίνουμε ότι οι άντρες θεωρούν τα ποτάμια ως το υπέρτατο επίτευγμα, ενημερώνουμε το κοινό ότι ο (ψιλο)στεγνός οργασμός παίζει να είναι πολύ πιο ευχάριστη κατάσταση για απροσδιόριστο λόγο - ενδεχομένως επειδή υποσυνείδητα ή συνειδητά φοβάται η άλλη μην την πούνε και κατουρλού (βλ λίνκια) ή μην λεκιάσει το στρώμα και τα κάνει όλα μουνί κυριολεκτικώς.