Αναστατώνομαι, εξάπτομαι, ανάβω (ερωτικά) στα Πατρινά.

- Αμάν ρε Κούλα είσαι και πολjύ γυναικάρα και με τρελαίνjεις...
- Μη μι λες τέτοια Θανάης, κι αναφανταλιάσκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Ωραίος!

Δες και το αλαφάνταλος, όπου και ένα σχόλιο του Μπέτα που δείχνει την χρήση της λέξης στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, που φαίνεται ότι αγαπούσε την λέξη αναφάνταλος (με νι, όπως και στο αναφανταλιάζομαι).

Ο Σαραντάκος έχει την λέξη αναφάνταλος στο Λέξεις που Χάνονται (προφ το κοινό μου πάθος με την Ιρονίκ) με την σημασία «ελαφρόμυαλος, επιπόλαιος, που κοινολογεί μυστικά», όπως δηλαδή χρησιμοποιείται από τον Παπαδιαμάντη. Ως προς την ετυμολογία, αναφέρει ότι ίσως είναι πιθανή η σύνδεση με το μεταγενέστερο αναφάλαντος, το οποίο όμως σημαίνει «φαλακρός στο μπροστινό μέρος της κεφαλής», οπότε η σημασία είναι υπερβολικά απομακρυσμένη. (Φαντάζομαι ότι το αναφάλαντος θα είναι συγγενές του φαλακρός).

Κανένας άλλος πατρινολόγος;

#2
HODJAS

Δεν υπάρχει διάλεκτος Πατρινά (απο πού κι ως πού);
Δεν λέγεται τέτοιο πράγμα στην Πάτρα (πού τ' άκουσες);
Δεν μιλούν έτσι οι Πατρινοί (είναι λάθος το παράδειγμα).