Αυτός που, όταν πεθάνει, δε θα λυτρωθεί (α-λύτρωση).
Η λέξη απαντάται στην Κρήτη, αν και τείνει να εκλείψει.
Πανάθεμα σας, αλυτρούητοι!
Αυτός που, όταν πεθάνει, δε θα λυτρωθεί (α-λύτρωση).
Η λέξη απαντάται στην Κρήτη, αν και τείνει να εκλείψει.
Πανάθεμα σας, αλυτρούητοι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
2 comments
deinosavros
Κάτι μου κάνει εδώ το αλειτούργητος = αφορεσμένος / τιμωρημένος από την εκκλησία.
Είσαι σίγουρος για την ορθογραφία της λέξης ;
deathphilosophy
Είμαι σίγουρος, ναι. Μάλιστα επισημάνθηκε στην πηγή ότι η λέξη γράφεται με -υ- και όχι με -η- όπως τη γράφουν κάποιοι, επειδή ακριβώς προέρχεται από τη λέξη λύτρωση.
Σε κάθε περίπτωση, η αναζήτηση στο google εμφανίζει αποτελέσματα και με τις δύο ορθογραφίες...