Αυτός που, όταν πεθάνει, δε θα λυτρωθεί (α-λύτρωση).

Η λέξη απαντάται στην Κρήτη, αν και τείνει να εκλείψει.

Πανάθεμα σας, αλυτρούητοι!

02:28 (από deathphilosophy, 16/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
deinosavros

Κάτι μου κάνει εδώ το αλειτούργητος = αφορεσμένος / τιμωρημένος από την εκκλησία.
Είσαι σίγουρος για την ορθογραφία της λέξης ;

#2
deathphilosophy

Είμαι σίγουρος, ναι. Μάλιστα επισημάνθηκε στην πηγή ότι η λέξη γράφεται με -υ- και όχι με -η- όπως τη γράφουν κάποιοι, επειδή ακριβώς προέρχεται από τη λέξη λύτρωση.

Σε κάθε περίπτωση, η αναζήτηση στο google εμφανίζει αποτελέσματα και με τις δύο ορθογραφίες...