Αυτός που, όταν πεθάνει, δε θα λυτρωθεί (α-λύτρωση).

Η λέξη απαντάται στην Κρήτη, αν και τείνει να εκλείψει.

Πανάθεμα σας, αλυτρούητοι!

02:28 (από deathphilosophy, 16/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified