Φρεσκοχεσμένη κουράδα βοοειδούς. Μεταφορικά ο νωθρός, ο χωρίς πνεύμα και ενέργεια άνθρωπος, ο μαλθακός.

  1. Πρόσεχε μη πατήσεις καμιά σβουνιά άμα πας στο σταύλο.

  2. Κοίτα έναν ποντικαρά ρε πώς φιδιάζει, έκατσε πάλι σα σβουνιά το κωλόψαρο. Σήκω πάνω ρε στραβάδι, έχεις επερεσία στις τουαλέτες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Παπαντώνης

Συνώνυμα των: κοπριάς, κουραδάς, φύρα, τεμπέλης, ανεπρόκοπος, βάρος στην κενωνία

Κατά περιπτώσεις το έχω ακούσει και «βουνιά», αλλά έχω την εντύπωση ότι το «σβουνιά» είναι το σωστό.

#2
deinosavros

Ναι Παπαντώνη, και γω το «σβουνιά» ξέρω για σωστό, αλλά μάλλον υπήρξαν και άλλοι, λιγότερο εύχρηστοι ή λανθασμένοι τύποι. Σε κείνη την περίφημη διαταγή του ενομωτάρχη στη Ματαράγκα Καρδίτσας αναφέρεται μεταξύ άλλων «πρέπι ανιπερθέτος να μαζέβετε τις βονιές των ζώον από τον δρόμο».

#3
Khan

Ο Μπάμπης δίνει ετυμολογία σβουνιά < βουνιά < βοῦς και ότι το σίγμα είναι «προθεματικό» (το οποίο δεν ξέρω τι ακριβώς σημαίνει).

#4
vikar

Το σίγμα και το μί πάντως κολλάν στο θέμα μιας λέξης συχνά λόγω συχνής χρήσης με ανάλογο άρθρο (τις βουνιές, τον Πάοκ...).

#5
iwn

η λέξη αναφέρεται και στο άσμα του Μηλιώκα "ποιμενικό ροκ" (τσομπάνης). του βράδυ πλιένω σβουνιές κι χώματα κι τρέχω στο σιργιάνι για κουρίτσα.

#6
donmhtsos

Βουδιά, στὴ ντοπιολαλιὰ τῆς Κύθνου.