Φρεσκοχεσμένη κουράδα βοοειδούς. Μεταφορικά ο νωθρός, ο χωρίς πνεύμα και ενέργεια άνθρωπος, ο μαλθακός.
Πρόσεχε μη πατήσεις καμιά σβουνιά άμα πας στο σταύλο.
Κοίτα έναν ποντικαρά ρε πώς φιδιάζει, έκατσε πάλι σα σβουνιά το κωλόψαρο. Σήκω πάνω ρε στραβάδι, έχεις επερεσία στις τουαλέτες...
Got a better definition? Add it!
Published 2012-02-16 11:56:40+00:00 Last modified 2012-02-16 21:53:40+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.