Διαταγή προϊσταμένου σε υπάλληλό του να τελειώσει τη δουλειά που του ανατέθηκε τόσο γρήγορα, ώστε να μην προλάβει καν να φτάσει η ροχάλα του αφεντικού στο πάτωμα. Μπορεί να υπάρχει και άλλη σχέση εκτός από την εργασιακή, πάντα όμως ο φτύνων βρίσκεται σε θέση ισχύος και εξουσίας έναντι του ταλαίπωρου που πρέπει να τρέξει.
Προφέρεται κοφτά, στο τέλος της φράσης.
Παρεμφερή : σφαιραπετάδην, σφαιράδην, δεν περπατάμε, τρέχουμε, στο τσακ-μπαμ, όχι τώρα, τώρα.
- Σας παρακαλώ, μήπως θα μπορούσατε να μας δώσετε το φάκελο για να βγάλουμε φωτοτυπίες ;;; - Πάτε καλά ρε παλουκάρια ;; Τρεις η ώρα μου 'ρχεστε και μου θέλετε και φωτοτυπίες ;; Ρε πού έχω μπλέξει. Τέλοσπάντων, έχε χάρη που 'σαι και νοστιμούλης, εσύ ο γαλανομάτης. Άστε ταυτότητα, πάρτε το φάκελο και σε τρία λεπτά να' στε πίσω γιατί κλείνουμε. Ακόμα εδώ είστε ;; Έφτυσα.
- Αντρίκο, ακόμα να γδυθείς;;; Σου είπα θέλω σεξ τώρα. - Μα μωρό μου, είμαι πολύ κουρασμένος, έχω και πονοκέφαλο, με τρέξανε άσκημα στην εταιρεία, είχαμε προθεσμία να τελειώσουμε το πρότζεκτ σήμερα. Θέλω να δω και τον Ονούρ …. - Σιχτίρ, άχρηστε. Φέρε μου τουλάχιστον τον όλισβο από το τρίτο συρτάρι, κάτω από τα βρακιά είναι. Τσακίσου, έφτυσα.
7 comments
HODJAS
Σημείωση προς την Συντακτική Ομάδα: Να διορθωθεί το λάθος στο παράδειγμα [...] έχε χάρη που ΄σαι και νοστιμούλης, εσύ ο γαλανομάτης [...]
Στον καστανομάτη το έλεγε.
:-Ρ
iron
είπα και γω...
MXΣ
όλισβο, ε; Ποιό πολύ θα ταίριαζε σε λήμμα του κ. Ζάκκη ή του Αίαντος...
sstteffannoss
« - «Έφτυσα! Αλίμονό σου αν χαζέψεις πάλι στο δρόμο!»
Δεν έφτυνε ποτέ στ' αλήθεια, μόνο με λόγια, μα το νόημα της απειλής ήταν καθαρό: Έπρεπε νά χεις γυρίσει πίσω πριν στεγνώσει το σάλιο. Το πόσο γρήγορα στεγνώνει το σάλιο το καθόριζε εκείνη σύμφωνα με τις περιστάσεις, σύμφωνα με το κέφι της. Καμιά φορά στέγνωνε ώσπου να πεις κρεμύδι, σαν πουλί πήγαινες και σαν πουλί γύριζες, μα το σάλιο είχε στεγνώσει κιόλας, κι εκείνη σε περίμενε στην πόρτα με το λουρί στο χέρι.
Άλλοτε, γύριζες απ' το θέλημα που σ' είχε στείλει να της κάνεις και, στ' αντίκρισμα του σπιτιού απ' τη γωνιά του δρόμου, σ' έπιανε τρεμούλα, κάτι έσπαγε μέσα σου, λυνόντουσαν τα γόνατά σου, αντί να πάν' μπροστά, τα πόδια σου πήγαιναν πλάγια, πίσω, μπροστά, πλάγια, πίσω... Αναρωτιόσουνα γεμάτος αγανάκτηση με τον εαυτό σου τι σ' είχε κάνει να ξεχαστείς τόσο πολύ, ποιος ζερζεβούλης σ' είχε βάλει να σταθείς και να χαζέψεις τα παιδιά πού σερναν την κάργια απ' το ποδάρι, αν άξιζε τον κόπο να φας τόσο ξύλο για μια διασκέδαση πούχε τύχει στο δρόμο σου, στην οποία δεν είχες λάβει καν μέρος, και που, το χειρότερο απ' όλα, ανήκε κιόλας στο παρελθόν, ενώ η ώρα της Κρίσεως, η στιγμή της πληρωμής του λογαριασμού πλησίαζε αμείλικτα με κάθε βήμα πού κανες προς την πόρτα.»....
Κώστας Ταχτσής: Τα ρέστα (1972)
Για την ετυμολογία.
betatzis
Ωραίος Στέφανε, πολύ χρήσιμο. Την ερμηνεία για το στέγνωμα του σάλιου τη συνάντησα και γω, (έκανα μια μικρή έρευνα πριν το ανεβάσω), προσωπικά όμως μ΄ αρέσει πιο πολύ η ερμηνεία που ανέβασα, είναι πιο σουρρεαλιστική.
deinosavros
«-Τρέχα, μ' αποκρίθηκε, και πες και τα χαιρετίσματά μου. Και, γιάδε, έφτυσα, κακομοίρη. Να πας και να ρτεις σαν το πουλί».
(Δ. Σωτηρίου «Ματωμένα Χώματα». Γραμμένο το 1962, αναφέρεται, ως γνωστόν, στο 1922).
earendil_ath
τι είναι όλισβος; το ντίλντο της;