Έκφραση που δηλώνει το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε χωρίς να συναντηθείς με κάποιον.

Το ζαμάνι προέρχεται από την τουρκική λέξη zaman (χρόνος, εποχή, περίοδος), η οποία με τη σειρά της οφείλει την ύπαρξή της στην περσική زمان (zamān).

Στα ελληνικά χρησιμοποιείται μόνο στη συγκεκριμένη έκφραση.

[Ο Γιώργος με τον Σπύρο πηγαίνουνε μαζί σχολείο. Τον Σπύρο τον βιάζουνε και φεύγει Αυστραλία. Μετά από 10 χρόνια (ή ζαμάνια, τώρα που το μάθαμε) τον συναντά τυχαία στο μετρό]

- Πού 'σαι ρε Γιώργο; Εσύ είσαι ρε αδερφέ;
- Σπύρο! Καλά, δεν το πιστεύω! Χρόνια και ζαμάνια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
barbarosa

Υπάρχει ως αυτόνομη λέξη ως υποκοριστικό "ζαμανάκι" με την έννοια "ένα φεγγάρι", "κάποιον - κάμποσο καιρό"

- Έλα ρε, είχες νέα απ' τον Κώστα;
- Και, τον έβλεπα ένα ζαμανάκι που πήγαινε στο κέντρο κάθε βράδυ που πήγαινα κι εγώ, καιρό πριν, μη φανταστείς... Τώρα πάλι, ούτε φωνή, ούτε ακρόαση.