Λίαν ελκυστικό και ορεκτικότατο θηλυκό. Παλαιάς κοπής ορολογία, περιφρονημένη από την ημιμαθή σε γενική κουλτούρα νεολαία μας.

– Το είδες το γκομενάκι στο ταμείο; Πολύ καυλιάρικο, με τα σέα του τα μέα του...
– Ναι, ρε. Ψωλομεζές!

βλ. και πουτσομεζές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified